Εισαγωγή στον Ορθόδοξο Χριστιανισμό
Για την παρουσίαση της Διδασκαλίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας λαμβάνονται σοβαρώς υπ’ όψιν, τόσο ο κατ’ εξοχήν Λόγος του Θεού, που είναι η Αγία Γραφή – Παλαιά και Καινή Διαθήκη, όσο και η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας, δηλαδή η καταγραφή της ζωής των Μελών της ανά τους αιώνες.
Στα κείμενα που θα ακολουθήσουν, παρμένα και ηλεγμένα από Ορθόδοξες Ιστοσελίδες, θα προσπαθήσουμε να παρουσιάσουμε την Ορθόδοξη Διδασκαλία της Εκκλησίας μας αφ’ ενός μεν για γνωρίσουμε βασικές αρχές της Πίστεως μας, αφ’ ετέρου δε να δοθούν οι κατάλληλες απαντήσεις στους αμφισβητίες. Ο Θεός βοηθός!
Αγία Τριάδα
Η φιλοξενία του Αβραάμ, Προτύπωση του τριαδικού Θεού στην Παλαιά Διαθήκη
Με τον όρο Αγία Τριάδα εννοείται το χριστιανικό δόγμα που περιγράφει την πίστη σε έναν τρισυπόστατο Θεό. Οι τρεις υποστάσεις ή πρόσωπα της Τριάδος είναι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Είναι όμοια, αδιαίρετα και ομοούσια κατά τη θεότητα, έχουν την ίδια δύναμη, δόξα και ενέργεια. Η αγία Τριάδα συνιστά ένα από τα κυριότερα δόγματα που αποδέχεται εκτός του Ορθόδοξου Χριστιανισμού και η πλειοψηφία των ομολογιών του Χριστιανισμού, γνωστό και ως Τριαδικό Δόγμα.
Πώς περιγράφεται
Ο τριαδικός Θεός περιγράφεται ως "Τρισυπόστατη Μονάδα" η οποία φανερώνεται με ενέργειες και έργα στην κτίση και την ιστορία. Έχει μεν τρία πρόσωπα, αλλά αυτά τα τρία πρόσωπα δεν αποτελούν τρεις χωριστούς Θεούς, αλλιώς ο Χριστιανισμός δε θα ήταν μονοθεϊστική αλλά τριθεϊστική θρησκεία. Κατά το δόγμα, ο λόγος που ο τριαδικός Θεός είναι ένας αν και με τρεις υποστάσεις είναι η απουσία χώρου και χρόνου. Ο χώρος και ο χρόνος διαφοροποιούν τις ανθρώπινες υποστάσεις μεταξύ τους, ώστε τα διαφορετικά πρόσωπα να αποτελούν διαφορετικούς ανθρώπους. Επειδή όμως ο χώρος και ο χρόνος είναι κτιστοί (δημιουργήματα του Θεού), ο Θεός δεν υπόκειται σε αυτούς, καθώς ουδεμία σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Έτσι έχουμε το μυστήριο (ακατάληπτο για τους ανθρώπους) της Τρισυπόστατης Μονάδας. Στην εκκλησιαστική ιστορία, η ταυτότητα της ουσίας και η διάκρισή της σε Τρία Πρόσωπα οδήγησε συχνά σε "αιρετικές" ερμηνείες. Πρέπει να τονιστεί όμως πως η διαμόρφωση του δόγματος σε επίπεδο ορολογίας, δεν έχει να κάνει με περαιτέρω κατανόηση του δόγματος ή της ουσίας του Θεού, αλλά ως διατύπωση και δογμάτιση της ήδη πλήρως κατανοειθήσης υπερνοητώς δια της θεώσεως αληθείας[1],αλλά ανάγκη που προκύπτει από τις αναφυήσες αιρέσεις[2] καθώς η πλήρης κατανόηση επήλθε κατά την Πεντηκοστή[3] και έκτοτε ενυπάρχει στα θεωμένα και δοξασμένα μέλη της εκκλησίας.
Η τάξη αυτή όπου, πρώτος αναφέρεται ο Πατήρ, δεύτερος ο Υιός και τρίτο το Άγιο Πνεύμα, δεν ανταποκρίνεται σε αληθινή και ουσιαστική διαβάθμιση των Τριών Προσώπων ως προς την ουσία ή τη δύναμη, (π.χ. υπεροχή του Πατέρα) αλλά σχετίζεται με τη φύση του ανθρώπινου λόγου, αλλά και με την ιδιότητα του Πατρός να αποτελεί την Αιτία της Θεότητος.
Τα τρία πρόσωπα αυτά ή αλλιώς υποστάσεις, έχουν μοναδικές και αμεταβίβαστες ιδιότητες που προκύπτουν από τις αιώνιες (χωρίς χρονική αρχή) σχέσεις τους. Ταυτόχρονα έχουν μία ουσία ή φύση, αλλά κάθε μία απο αυτές ως υπόσταση δεν ταυτίζεται με την ουσία της θεότητος[4] και έτσι «ο Πατήρ είναι η αιτία της υπάρξεως των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά ουχί της ουσίας και των ενεργειών αυτών, τας οποίας κοινωνεί αυτές άνευ ενδιαμέσου τινός»[5].
Η σχέση των Προσώπων
Η αιώνια σχέση των τριών προσώπων ή υποστάσεων αποσαφηνίζεται με τρεις βασικές προϋποθέσεις:
α) Αίτιο του τρόπου ύπαρξης της Τριάδας καθεαυτής είναι μόνο ο Πατέρας,
β) Ο Πατέρας γεννά τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα χωρίς όμως να υπάρχει χρονική διαφορά ύπαρξης των τριών,
γ) Οι τρεις υποστάσεις (ή αλλιώς, πρόσωπα), υπάρχουν άχρονα και αιώνια ως εκδήλωση μιας ουσίας και φύσης.
Αυτό σημαίνει ότι στην Αγία Τριάδα υπάρχει:
α) Ένα αίτιο,
β) Ταυτότητα ουσίας (τα πρόσωπα είναι ομοούσια), και
γ) Ετερότητα των υποστάσεων ή προσώπων.
Το ένα αίτιο και η μία ουσία εξηγούν το γιατί ο θεός είναι ένας και η ετερότητα των υποστάσεων εξηγεί το γιατί ο Θεός είναι τρισυπόστατος. Έτσι στην ορθόδοξη θεολογία γίνεται αντιληπτό πως έχουμε διαχωρισμό κοινών ιδιοτήτων και ακοινωνήτων, με τις κοινές να βρίσκονται πλήρως και στις τρεις υποστάσεις όπως η ενέργεια, η βούληση και των ακοινωνήτων δηλαδή των χαρακτηριστικών που εμπεριέχονται μόνο σε κάθε μια υπόσταση αποκλειστικώς[7] όπως το αναίτιο, το αίτιο δια του γεννάσθαι, το αίτιο δια του εκπορεύεσθαι, το αγέννητο, το γεννητό, το εκπορευτό. Γι αυτό και οι υποστατικές ιδιότητες ονομάζονται και τρόποι υπάρξεως και «οχι μονο δεν είναι ενέργειαι του Θεού, αλλά υπέρκεινται των ενεργειών»[8], αφου «το οτι φύσει γεννάν και οχι βουλήσει (ενεργεία) γεννάν ο Θεός τον Λόγον είναι η ομόφωνος βεβαίωσις και διδασκαλία των Πατέρων της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου»[9].
Η ετερότητα των υποστάσεων
Την ετερότητα των υποστάσεων συνιστά το γεγονός ότι:
α) Ο Πατέρας είναι αγέννητος
β) Ο Υιός είναι γεννητός (άχρονα)
γ) Το Άγιο Πνεύμα είναι εκπορευτό.
Οι παραπάνω ιδιότητες, ονομάζονται "υποστατικά ιδιώματα" και κάθε ιδίωμα ανήκει στην ιδιαίτερη υπόσταση και μόνο:
α) Ο Πατέρας είναι αγέννητος και όχι γέννημα ή πρόβλημα (δηλ. κάτι που προβάλλεται ή εκπηγάζει),
β) Ο Υιός είναι γέννημα και όχι αγέννητος ή πρόβλημα,
γ) Το Άγιο Πνεύμα είναι πρόβλημα (που εκπηγάζει και έχει την αιτία του στον Πατέρα, με την σύμφωνη βούληση του Υιού) και όχι αγέννητο ή γέννημα.
Κάθε Πρόσωπο, στην επαφή του με τον κόσμο και την ιστορία, δηλαδή στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας, επιτελεί ένα ιδιαίτερο έργο:
α) Ο Πατέρας, πραγματώνει τη δημιουργική και απολυτρωτική ενέργεια, είναι η αρχική αιτία,
β) Ο Υιός πραγματώνει το έργο της φανέρωσης, της άσαρκης και της ένσαρκης παρουσίας του στην κτίση και την ιστορία για τη σωτηρία του ανθρώπου,
γ) Το Άγιο Πνεύμα διενεργεί την τελείωση του δημιουργικού και απολυτρωτικού έργου.
Ως προς την αιώνια και χωρίς αρχή σχέση των προσώπων της Αγίας Τριάδας για την Ορθόδοξη θεολογία είναι σημαντική η διαμάχη με τους δυτικούς θεολόγους για το ζήτημα του Filioque. Κατά τη διατύπωση αυτήν του Συμβόλου της Πίστεως, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Για το ορθόδοξο όμως δόγμα το μοναδικό αίτιο της ύπαρξης του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι το πρόσωπο του Θεού Πατέρα. Ο Υιός μπορεί να πέμπει το Πνεύμα στην Θεία Οικονομία, δεν μπορεί όμως ποτέ το Πνεύμα να εκπορεύεται από αυτόν, ο Υιός να αποτελεί δηλαδή την αιτία της ύπαρξης του Πνεύματος.
Το Σύμβολο της Πίστεως ή σύμβολο της Νίκαιας-Κωνσταντινούπολης που τα 7 πρώτα άρθρα του θεσπίστηκαν στην A’ Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 325 μ.Χ. στη Νίκαια της Βιθυνίας ενώ τα υπόλοιπα 5 άρθρα ολοκληρώθηκαν στη B' Οικουμενική Σύνοδο, που έγινε το 381 μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη, εκφράζει την ορθόδοξη διατύπωση του τριαδικού δόγματος περί του Θεού.
Οι έννοιες "Αΐδιος" και "Οικονομική" Τριάδα στην Ορθόδοξη θεολογία
Στην Ορθόδοξη Θεολογία, δύο βασικές έννοιες που αναφέρονται στην Αγία Τριάδα είναι η "Αΐδιος" και η "Οικονομική" Τριάδα.
Σε κάθε περίπτωση, αν η διδασκαλία κάποιου εκκλησιαστικού συγγραφέα ή Πατέρα της Εκκλησίας έχει ξεκαθαρίσει ότι τα τρία πρόσωπα στην "Αΐδιο Τριάδα" είναι ομοούσια, αιώνια, αΐδια κ.λπ., τότε ακόμα και αν χρησιμοποιηθούν λέξεις για την "οικονομική Τριάδα" που μοιάζουν σα να δίνει εντολές ένα πρόσωπο στο άλλο (ή οτιδήποτε παρόμοιο), αυτό δεν σημαίνει υποτίμηση, αφού ήδη στα κείμενά του ο θεολόγος έχει αποσαφηνίσει ότι στην "Αΐδιο Τριάδα" τα πρόσωπα είναι ίσοι φορείς της θεότητας.
Σύμφωνα με τους Πατέρες της Εκκλησίας, αυτό μπορεί να συμβεί επειδή τα τρία Πρόσωπα έχουν μία βούληση και μία ενέργεια. Ο Πατέρας (στην "οικονομική Τριάδα") μπορεί να φαίνεται ότι μονομερώς "στέλνει" τον Υιό να πραγματώσει ένα έργο. Όμως, ο Υιός δεν εκτελεί εντολές τη στιγμή εκείνη σαν υποδεέστερος, αλλά θα λέγαμε, "στέλνεται αυτεξούσια". Τη στιγμή δηλ. που ο Πατέρας έχει τη βούληση να "στείλει" τον Υιό, αυτή η βούληση δεν είναι μόνο δική Του, αλλά είναι άχρονα και αΐδια, ενιαία βούληση και των τριών προσώπων. Έτσι, η αΐδια ισότητα παραμένει και στα πλαίσια της Θείας Οικονομίας.
"Αΐδιος" Τριάδα
Αναλύοντας τα παραπάνω, λέμε ότι "o Λόγος στη θεολογική Τριάδα [δηλ. στην Αΐδια Τριάδα], ως δεύτερο πρόσωπο ή υπόσταση της θεότητας, όντας ισότιμος με τα δύο άλλα πρόσωπα, έχει το ίδιο αξίωμα και την ίδια δόξα πού έχουν ο Πατήρ και το Πνεύμα τα άγιο"[10]. Βεβαίως, Θα πρέπει να θυμόμαστε ότι, "οι Πατέρες περιγράφοντας τις αΐδιες σχέσεις των προσώπων της Αγίας Τριάδας ήταν άκρως λιτοί"[11] και κατά συνέπεια αρκεί να πούμε ότι "ο τριαδικός Θεός είναι μονάδα, γιατί ένα είναι το αίτιο, μία η ουσία και μία η ενέργεια• και είναι τριαδικός κατά τις υποστάσεις, γιατί υπάρχει η ετερότητα των υποστάσεων. Ο Πατέρας είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Πνεύμα εκπορευτό"[12]. Στην Ορθόδοξη Θεολογία, όταν αναφέρεται ο Πατέρας ως "αίτιο", αυτό σημαίνει ότι είναι το "μοναδικό αίτιο της προέλευσης και της ύπαρξης των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Η ορθόδοξη θεολογία...ασπάζεται την τρισυπόστατη μονάδα ως τον τριαδικό Θεό μίας και μοναδικής αιτίας"[13].
Όπως σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός: "Ο Πατήρ πηγή και αιτία Υιού και Πνεύματος"[14]. Και προσθέτει: "Εξαιτίας του Πατέρα, επειδή δηλαδή υπάρχει ο Πατέρας, υπάρχει ο Υιός και το Πνεύμα. Και εξαιτίας του Πατέρα έχουν ο Υιός και το Πνεύμα όλα, όσα έχουν"[15]
Κατά συνέπεια, Ορθοδοξία, "μόνο ο Πατέρας είναι άναρχος έχοντας απολύτως στον εαυτό του την αρχή της υπάρξεως του, ενώ τα άλλα θεία πρόσωπα [...] προέρχονται αϊδίως απ’ αυτόν και λαμβάνουν το ‘είναι’ τους και την υπόσταση τους"[16].
Παρά το γεγονός όμως, ότι το αίτιο της προέλευσης και της ύπαρξης των υποστάσεων του Υιού και του Αγίου Πνεύματος είναι ο Πατέρας, πουθενά μέσα σε αυτές τις σχέσεις της "αΐδιας" Τριάδας δεν αποδεχόμαστε διαφορά (π.χ. ανώτερος-κατώτερος, πριν-μετά, πρώτος-δεύτερος κ.λπ.) αλλά δεχόμαστε μόνο διάκριση μεταξύ προσώπων. Κι αν ο Υιός έχει γεννηθεί μεν από τον Πατέρα, και στον Πατέρα οφείλει την Υπόστασή του και την Υιότητά Του, ταυτόχρονα όμως, είναι άχρονος, αΐδιος, αιώνιος, διότι ο Πατέρας είναι άτρεπτος, και άρα, για να έχει Υιό, θα πρέπει να είναι αΐδια, αιώνια Πατέρας[17].
"Οικονομική" Τριάδα
Ενώ λοιπόν ο όρος αΐδιος Τριάδα αναφέρεται στις εσωτερικές σχέσεις των προσώπων της Τριαδικής Θεότητας, ο όρος οικονομική Τριάδα, έχει σχέση με τη Θεία Οικονομία, δηλαδή με την ιστορία της Σωτηρίας του ανθρώπου. Η αΐδιος Αγία Τριάδα λέγεται οικονομική όταν φανερώνεται στον κόσμο με τις ενέργειές της. Τότε μιλάμε για την οικονομική φανέρωση της Τριάδας[18]. Ο άνθρωπος μόνο τις ενέργειες της αϊδίου Τριάδας αντιλαμβάνεται και όχι την ουσία/φύση της, η οποία είναι εντελώς έξω από τις δυνατότητές του ανθρώπου να την αντιληφθεί και να την κατανοήσει[19].
Στην οικονομική Τριάδα "οι ενέργειες του τριαδικού Θεού, διαμέσου της κοινής βούλησης των προσώπων, είναι κοινές, ενώ υπάρχει η ιδιαιτερότητα των έργων του κάθε προσώπου. Ο Πατέρας είναι πάντοτε, και στην πραγμάτωση της δημιουργικής και απολυτρωτικής ενέργειας, η αρχική αιτία, ο Υιός πραγματώνει το έργο της φανέρωσης, της άσαρκης και της ένσαρκης παρουσίας του στη φύση και την ιστορία για την σωτηρία του ανθρώπου, και το Άγιο Πνεύμα διενεργεί την τελείωση του δημιουργικού και απολυτρωτικού έργου"[20].
Αν πάρουμε ως παράδειγμα τον Υιό και Λόγο του Θεού, στα πλαίσια της οικονομικής Τριάδας, "αποστέλλεται από τον Πατέρα στον κόσμο για να σώσει τον άνθρωπο", όμως σε καμία περίπτωση "ο Λόγος δεν έχασε το θεοπρεπές τριαδικό του αξίωμα. Δεν μετακινήθηκε από την Τριάδα"[21]. Η χρήση εκφράσεων όπως "ο Πατέρας αποστέλλει τον Υιό" ή ότι ο Υιός είναι αποτέλεσμα "της βούλησης του Πατέρα", δεν σημαίνουν αποδοχή κατωτερότητας του Υιού, ούτε μας βεβαιώνουν για αρειανικούς προσανατολισμούς στη σκέψη των θεολόγων που τις χρησιμοποιούν (ότι δηλαδή αναφέρονται σε Υιό που είναι κτίσμα και όχι Θεός, όπως έλεγε ο αιρετικός Άρειος). Από τη στιγμή που στα κείμενα ενός συγγραφέα φαίνεται καθαρά η διάκριση σε αΐδια και οικονομική Τριάδα, τότε δεν μπορούμε να μιλάμε για Αρειανισμό, διότι:
"Ο Άρειος σε τούτη ακριβώς την κακοδοξία είχε περιπέσει, την οποία πολέμησε ο Μ. Αθανάσιος• Ισχυριζόταν ότι ο Λόγος είναι προϊόν της ελεύθερης βούλησης του Πατέρα, πράγμα που κατά τον Μ. Αθανάσιο ισχύει μονάχα για τη δημιουργία της κτίσης. Επομένως ο Μ. 'Αθανάσιος κάνει διάκριση μεταξύ αΐδιας και οικονομικής Τριάδας, ενώ ο Άρειος δεν κάνει τούτη τη διάκριση"[22].
Όπως προείπαμε, τα βιβλικά δεδομένα μας βεβαιώνουν ότι κάθε πρόσωπο στην Αγία Τριάδα επιτελεί ένα ιδιαίτερο έργο. Αυτό το έργο όμως δεν είναι αποτέλεσμα καταναγκασμού ή δεσποτείας ή πραγματικής υποταγής, διότι διαχρονικά, η ενότητα/μοναδικότητα του Θεού προσδιορίζεται και από την ενιαία ενέργεια των Προσώπων. Όπως σημειώνει ο Γεώργιος Φλορόφσκυ για τον Μ. Βασίλειο:
"Ο Βασίλειος τονίζει πάντα ότι η Θεία ενέργεια είναι ενοποιημένη και αδιαίρετη [...] Ο Βασίλειος λέγει συμπεραίνοντας ότι 'η ταυτότητα της ενέργειας του Πατρός, του Υιού, και του Πνεύματος αποδεικνύει καθαρά την ενότητα της φύσεώς τους'. Αυτό σημαίνει ότι η Θεότητα είναι μία και ότι η ενέργειά της είναι ενιαία"[23].
Αυτή η "ενιαία τριαδική ενέργεια", συχνά αναφέρεται με το σχήμα: "εκ Πατρός, δι’ Υιού, εν αγίω Πνεύματι". Το σχήμα αυτό δεν είναι τυχαίο και δεν μεταβάλεται κατά βούληση από τα τρία Πρόσωπα. Είναι σχήμα απαράβατο, με το οποίο ενεργεί πάντα η Αγία Τριάδα. Κανένα Πρόσωπο δεν παρακάμπτει το άλλο. Σύμφωνα με τον Μ. Βασίλειο:
"Αν ο Πατήρ δημιουργεί 'διά του Υιού' [...] αυτό δεν σημαίνει ότι η δημιουργική δύναμη του Πατρός είναι ατελής, ή ότι ο Υιός δεν έχει δύναμη για να ενεργήσει. Αντίθετα, αυτό δείχνει τη μοναδικότητα της θελήσεως τους. Κάθε Θεία ενέργεια είναι ενιαία και προέρχεται από ολόκληρη την Τριάδα"[24].
Η Αγία Τριάδα στην Αγία Γραφή
Οι λέξεις "Αγία Τριάδα" δεν υπάρχουν στην Αγία Γραφή, εν τούτοις υπάρχουν πολλοί στίχοι που επιβεβαιώνουν την τρισυπόστατη φύση του Θεού:
Δευτερονόμιον 6:4 "...῎Ακουε, ᾿Ισραήλ· Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι·"
Εδώ ο Θεός είναι ένας κάτι που και ο Κύριος Ιησούς επιβεβαίωσε:
Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 12:29 "ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίθη αὐτῷ ὅτι πρώτη πάντων ἐντολή· ἄκουε, ᾿Ισραήλ, Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν Κύριος εἷς ἐστι·"
Η Αγία Γραφή επίσης επιβεβαιώνει ότι:
O Πατέρας είναι Θεός[25]: Προς Κορινθίους Α' 8:6 "ἀλλ᾿ ἡμῖν εἷς Θεὸς ὁ πατήρ, ἐξ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς εἰς αὐτόν, καὶ εἷς Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστός, δι᾿ οὗ τὰ πάντα καὶ ἡμεῖς δι᾿ αὐτοῦ."
O Υιός του Ιησούς είναι Θεός[26]: Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 1:1 "ΕΝ ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος.", Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 5:18 "διὰ τοῦτο οὖν μᾶλλον ἐζήτουν αὐτὸν οἱ ᾿Ιουδαῖοι ἀποκτεῖναι, ὅτι οὐ μόνον ἔλυε τὸ σάββατον, ἀλλὰ καὶ πατέρα ἴδιον ἔλεγε τὸν Θεόν, ἴσον ἑαυτὸν ποιῶν τῷ Θεῷ."
Tο Άγιο Πνεύμα είναι Θεός[27]: Πράξεις 5:3 "ἶπε δὲ Πέτρος· ᾿Ανανία, διατί ἐπλήρωσεν ὁ σατανᾶς τὴν καρδίαν σου, ψεύσασθαί σε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον καὶ νοσφίσασθαι ἀπὸ τῆς τιμῆς τοῦ χωρίου;", Πράξεις 5:4 "οὐχὶ μένον σοι ἔμενε καὶ πραθὲν ἐν τῇ σῇ ἐξουσίᾳ ὑπῆρχε; τί ὅτι ἔθου ἐν τῇ καρδίᾳ σου τὸ πρᾶγμα τοῦτο; οὐκ ἐψεύσω ἀνθρώποις, ἀλλὰ τῷ Θεῷ."
Οι ανωτέρω στίχοι αναφέρουν ότι υπάρχει μόνο ένας Θεός, άρα κατά τα δόγματα που πιστεύουν στην τρισυπόστατη μορφή του Θεού, ο Θεός είναι ένας σε 3 θεϊκές υποστάσεις:
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 3:16 "καὶ βαπτισθεὶς ὁ ᾿Ιησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ᾿ αὐτόν·"
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 3:17 "καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα"
Προς Κορινθίους Β' 13:14 "῾Η χάρις τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ κοινωνία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος μετὰ πάντων ὑμῶν· ἀμήν."
Επιστολή Πέτρου Α' 1:2 "κατά πρόγνωσιν Θεοῦ πατρός, ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς ὑπακοὴν καὶ ραντισμὸν αἵματος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη πληθυνθείη."
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 28:19 "πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος" Eπιστολή Ιωάννου Α' 5:7 "ὅτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ ῞Αγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι· καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ,"[28] Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 10:30 "ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἕν ἐσμεν."
Ο Θεός ως Αγάπη
Η Αγία Τριάδα αποτελεί για τον Χριστιανισμό την αρχετυπική κοινότητα μεταξύ προσώπων, στην οποία η αγάπη είναι όχι απλά στοιχείο, αλλά το ίδιο το αίτιο της ύπαρξής της (πλην του Πατέρα, ο οποίος δεν έχει αρχή και αιτία). Αναγνωρίζοντας ο Χριστιανός τον Θεό ως "Αγάπη" κατά την ρήση της Αγίας Γραφής (Α΄ Ιωάννου 4/δ: 8), αντιμετωπίζει το εξής πρόβλημα: "Πώς ο Θεός είναι αγάπη;" Γιατί το χωρίο δεν λέει "έχει" αγάπη, αλλά "είναι" αγάπη. Αυτό προφανώς ταυτίζει την αγάπη με την ουσία του Θεού, και όχι με κάποιο συναίσθημα, καθώς ο Θεός δεν είναι κτίσμα, ώστε να έχει συναισθήματα. Πώς λοιπόν η ουσία του Θεού είναι αγάπη;
Το Τριαδικό δόγμα, δίνει μια σαφέστατη και συνεπή απάντηση στο ερώτημα αυτό, το οποίο δεν είναι δυνατόν να απαντηθεί χωρίς την αντίληψη για έναν Τριαδικό Θεό. Γιατί εφ' όσον η ουσία του Θεού ονομάζεται "αγάπη", πώς είναι δυνατόν να εξαρτάται η ουσία του Θεού από την αγάπη Του προς τα κτίσματα, που έχουν αρχή, ενώ η ουσία του Θεού είναι άναρχη;
Η απάντηση περί "αγάπης προς τον εαυτό Του", δεν είναι ικανοποιητική, δεδομένου ότι δεν λέγεται "αγάπη" κάτι τέτοιο, αλλά "φιλαυτία" και "ναρκισισμός". Η αγάπη είναι κάτι που εκδηλώνεται έξω από τον εαυτό κάποιου, προς ένα άλλο πρόσωπο.
Από τη στιγμή λοιπόν που η Αγία Τριάδα, είναι κοινωνία ομοούσιων προσώπων, και όχι μονάδα, γίνεται φανερή για τον πιστό του Τριαδικού Θεού, και η απάντηση στη λύση του ζητήματος, για το πώς ο Θεός είναι αγάπη: Είναι αγάπη, επειδή κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αγαπά προαιωνίως και ανάρχως τα άλλα δύο πρόσωπα, ενώ αγαπάται προαιωνίως από αυτά. Η δε αγάπη του Θεού προς την κτίση, είναι απόρροια αυτής της ιδιότητάς του, και όχι κατ' ουσίαν αγάπη, η οποία είναι ενδοτριαδική. Με άλλα λόγια, η αγάπη προς τα κτίσματα, και η συναισθηματική αγάπη μεταξύ των κτισμάτων, είναι εικόνα εκείνης της αγάπης, με την οποία αγαπώνται προαιωνίως τα πρόσωπα της Θεότητας.
Το Χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός είναι αγάπη, δίνει επίσης τη λύση στο γιατί ο Θεός είναι Τριαδικός, και όχι μονάδα: Επειδή εξ αγάπης βούλεται να υπάρχει ως Τριαδική αγαπητική κοινωνία ομοουσίων προσώπων, στην ομοίωση της οποίας καλούνται να ζήσουν και τα κτίσματα, ως κοινωνία αγάπης.
Η Αγία Τριάδα στην τέχνη
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία τα ομοιώματα του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος, είναι απαγορευμένες απεικονίσεις, επειδή η Αγία Γραφή απαγορεύει σε πολλά εδάφια τις εικόνες της αόρατης Θεότητας [29].
Η περιστερά ως σύμβολο του Αγίου Πνεύματος χρησιμοποιείται από παλιά ως σύμβολο στην εκκλησιαστική διακοσμητική, όχι όμως στην εικονογραφία, όπου οι μορφές δε χρησιμοποιούνται ως σύμβολα αλλά ως ομοιώσεις. Η απεικόνιση του Αγίου Πνεύματος ως περιστεριού επιτρέπεται μόνο στην εικόνα των Θεοφανείων, όπου το Άγιο Πνεύμα εμφανίστηκε "εν είδει περιστεράς" ή "ωσεί περιστερά", αλλά δεν έγινε περιστέρι. Επιτρέπεται επίσης η απεικόνιση της καθόδου του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή, όταν "διεμεριζόμενοι γλώσσαι ωσεί πυρός" ήρθαν και στάθηκαν πάνω στα κεφάλια των Αποστόλων,(Πράξεις β΄: 3). Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία η ενσάρκωση του Λόγου δίνει τη δυνατότητα απεικόνισης μόνο του Υιού, και μόνο κατά την ανθρώπινη φύση του.
Η αναφορά του Πηδαλίου στο επιτρεπτό της απεικόνισης του Πατρός με την ίδια μορφή του ασπρομάλλη Παλαιού των Ημερών, την οποία φέρει κατά την Ορθόδοξη πίστη ο Υιός, εξηγείται από το Χριστιανικό δόγμα ότι ο Υιός είναι "εικών του Θεού του αοράτου" και "χαρακτήρ της υποστάσεως" του Πατρός, συνεπώς ως εικόνα Εκείνου, φυσικό είναι να απεικονίζεται και ο Πατήρ ως Παλαιός των Ημερών, όπως η εικόνα Του ο Υιός. Κατά τον λόγον του Κυρίου: "Όστις είδε εμέ είδε τον Πατέρα".
Η μόνη επιτρεπτή εικονογράφηση της Αγίας Τριάδας είναι η συμβολική επίσκεψη των τριών Αγγέλων που φιλοξένησε ο Αβράαμ.
Παραπομπές-σημειώσεις
ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ orthodoxwiki.org
Θεός Πατήρ
Θεός-Πατήρ ως προς τη μοναδική και καθαρά μεταφυσική σχέση πατρότητας προς τον Μονογενή του Υιό, ονομάζεται το πρώτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας[1], Αυτός ο οποίος γεννά από την ουσία του τον Υιό και εκπορεύει το Άγιο Πνεύμα[2], ως μοναδικό Αίτιο του τρόπου ύπαρξης της Αγίας Τριάδας.
Αρχικά, η θεία πατρότητα έγινε κατανοητή προπάντων σε μια συλλογική και ιστορική προοπτική, καθώς ο Θεός αποκαλύφθηκε ως πατέρας του Ισραήλ την ώρα της Εξόδου, δείχνοντας ότι είναι ο προστάτης[4], ο τροφός του[5] και ο κύριος του[6]. Οι προφήτες Ωσηέ και Ιερεμίας διατηρούν την ιδέα αυτή και συγχρόνως την πλουτίζουν, υπογραμμίζοντας την απέραντη στοργή του Πατέρα-Γιαχβέ[7]. Από την περίοδο της εξορίας, συνεχίζεται η επεξεργασία του ίδιου θέματος της πατρότητας του Θεού, μιας πατρότητας που στηρίζεται στην εκλογή[8].
Ο Πατήρ στην Κ.Δ., είναι το πρόσωπο του οποίου η φωνή ακούγεται στον Ιορδάνη και στο Όρος Θαβώρ: "Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα"[9] και είναι Εκείνος που αποκαλύπτει στον Απόστολο Πέτρο την υπερφυσική αλήθεια, ώστε να αναφωνήσει "συ ει ο Χριστός ο υιός του Θεού του ζώντος"[10]. Τον Θεό-Πατέρα γνωρίζει τελείως μόνον ο Υιός[11]. Ο Θεός ως Πατέρας, αποκαλύπτεται στην Καινή Διαθήκη κάτω από νέο φως και παρουσιάζεται όχι μόνο ως δημιουργός ή ως Πατέρας ενός ορισμένου λαού, αλλά ως Πατέρας χωρίς διακρίσεις Ιουδαίων και εθνικών, και με έννοια ηθική, ως Πατέρας εκείνων που αγαπούν την αλήθεια, εκείνων που έχουν αναγεννηθεί υπό του Αγίου Πνεύματος, αλλά και των μετανοούντων που επιστρέφουν, καθώς πάλι "καθίσταται Πατήρ...εν ταις καρδίαις αυτών"[12].
Η Αγία Γραφή διδάσκει ότι "θεόν ουδείς εώρακε πώποτε" (Ιω. α' 18)" και για το λόγο αυτό[13], "ο ορθός τρόπος απεικόνισης της Αγίας Τριάδας, κατά την ορθόδοξη εικονογραφία, είναι η αναφορά στη θεοφάνεια με τη Φιλοξενία του Αβραάμ. Ο τύπος, που απεικονίζει τον Πατέρα σαν γέροντα, τον Υιό σαν ώριμο άνδρα και δίπλα το Άγιο Πνεύμα, υιοθετήθηκε μετά την Άλωση από επίδραση της δυτικής τεχνοτροπίας"[14]. Αυτό προκύπτει και από τα πρακτικά της 'Εβδομης Οικουμενικής Συνόδου: "η φύσις της Αγίας Τριάδος ως ανείδεος και αόρατος, ουκ εικονίζεται"[15].
Σύμφωνα με το Ορθόδοξο δόγμα, o Πατήρ στην Αγία Τριάδα είναι η πηγαία θεότητα, η αρχή της θεότητας. Από την άποψη αυτή είναι άναρχος, δεν έχει αρχή, προέλευση. Είναι επίσης άναρχος, με έννοια χρονική, ή αλλιώς αΐδιος[16]. Το γεγονός ότι είναι αγένητος και άναρχος, χωρίς πηγή προελεύσεως, ότι είναι αυθύπαρκτος χωρίς να γεννάται από κανέναν και παρέχοντας τη δική του θεότητα στα δύο άλλα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας (με τη γέννηση του Υιού και την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος), αποτελεί το Υποστατικό Ιδίωμα του Πατέρα[17]. Τα Υποστατικά Ιδιώματα που είναι αυστηρώς προσωπικά, για κάθε πρόσωπο της Τριάδας και δεν μπορούν να μεταδοθούν από το ένα πρόσωπο στα άλλα[18], είναι τα μόνα τα οποία δεν είναι κοινά στις τρεις υποστάσεις[19].
Οι σχέσεις του Πατέρα προς τα άλλα δύο πρόσωπα της Τριάδας, δεν εμπεριέχουν έννοια ανωτερότητας ή υποταγής[20], ούτε και την έννοια του χρόνου[21]. "Δεν υπήρχε διάστημα, κατά το οποίο υπήρχε ο Πατέρας, χωρίς να υπάρχει ο Υιός...δεν θα μπορούσε άλλωστε να ονομαστεί Πατέρας χωρίς τον Υιό"[22]. Εξάλλου αν θεωρήσουμε ότι υπήρχε διάστημα κατά το οποίο δεν είχε Υιό, αυτό θα σήμαινε ότι έγινε Πατέρας μετά, και κατά συνέπεια "αλλοιώθηκε από το να μη είναι Πατέρας στο να γίνει Πατέρας, πράγμα που ξεπερνά τα όρια κάθε βλασφημίας"[23], καθώς "η τροπή και η αλλοίωση" υπάρχει μόνο στα κτίσματα (τα δημιουργήματα του Θεού), εξαιτίας της κίνησης τους μέσα στο χρόνο. Κατά συνέπεια, η Πατρότητα, όπως και κάθε άλλη σχέση μέσα στην Αγία Τριάδα, είναι αΐδιος, αιώνια, και άχρονη, δηλ. έξω από τον χρόνο όπως τον γνωρίζουμε εμείς. Ο χρόνος είναι συμφυής μόνο με την κτιστή πραγματικότητα[24]. Στη σχέση του με αυτή την πραγματικότητα και μέσα στην "ετερότητα των διαφορετικών έργων των τριών προσώπων, ο Πατέρας είναι προκαταρκτική αιτία κάθε σχέσης προς την κτίση" (ενώ ο Υιός αποκαλύπτει την Τριάδα, πραγματώνοντας το δημιουργικό και απολυτρωτικό έργο, το οποίο τελειώνει το Άγιο Πνεύμα)[25].
· Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 247.
· Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Β', 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 91.
· Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, (μτφρ. από τα Γαλλικά με εποπτεία Σάββα Αγουρίδη, Σταύρου Βαρτανιάν), Άρτος Ζωής, Αθήνα 1980, στ. 788.
· Έξοδ. 4:22.
· Αριθμ. 11:12-18.
· Δευτ. 14:1-2.
· Ωσ. 11:3 κ.ε., Ιερ. 3:19.
· Ησ. 45:10 κ.ε., 63:16, Τωβ. 13:4, Μαλ 1:6. 3:17.
· Μάρκ. 1:11, Ματθ. 3:17, 17:5, Λουκ. 3:22.
· Ματθ. 16:16-17.
· Ματθ. 11:27, Λουκ. 10:22.
· Τρεμπέλας Ν. Παν., Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', 3η έκδ., Ο Σωτήρ, Αθήνα 1997, σελ. 246-247.
· "Εικονογραφία Βυζαντινή", Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τόμ. 5, εκδ. Μαρτίνος Αθ., Αθήνα 1964, στ. 375.
· Ματσούκας, Δογματική..., Β', ό.π., σελ. 60, υποσημ. #18.
· Νικοδήμου Αγιορείτου, Πηδάλιον (ακριβής ανατύπωσις της γ' εκδόσεως του 1864), εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 321.
· Θεοδώρου Ανδρέας, Βασική Δογματική Διδασκαλία - Απαντήσεις σε ερωτήματα Συμβολικά, 2η έκδ., Αποστολική Διακονία, Αθήνα 2006, σελ. 31. · Ό.π., σελ. 32.
· · Ό.π..
· Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 239.
· Θεοδώρου, στο ίδιο, σελ. 32.
· Ό.π., σελ. 31.
· Δαμασκηνός Ιωάννης, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως (μτφρ. Ν. Ματσούκα), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1992, σελ. 51.
· Ό.π..
· Ματσούκας Α. Νίκος, Επιστήμη, φιλοσοφία και θεολογία στην Εξαήμερο του Μ. Βασιλείου, (Φιλοσοφική και Θεολογική Βιβλιοθήκη #10), 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 154.
ΑΠΟ ΤΟ ΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ orthodoxwiki.org
Ιησούς Χριστός
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, που σαρκώθηκε, ως τέλειος άνθρωπος, όταν ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, και ως Θεάνθρωπος, με το Πάθος και την Ανάστασή του έσωσε το ανθρώπινο γένος από την αμαρτία, τη φθορά και τον πνευματικό θάνατο. Το νόημα της Σωτηρίας αυτής "δεν ήταν άλλο από το ότι η στενή κοινωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπου αποκαταστάθηκε"[1]. Κορυφαίο γεγονός στο λυτρωτικό έργο του Χριστού είναι η Ανάσταση Του, χωρίς την οποία ακυρώνεται η χριστιανική πίστη εξ ολοκλήρου: "ει δε Χριστός ουκ εγήγερται, κενόν άρα το κήρυγμα ημών, κενή δε και η πίστις υμών" (Α' Κορ. 15:14)[2].
Ο Ιησούς Χριστός
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προεξαγγέλεται στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες, ως Μεσσίας Χριστός, υιός Δαβίδ και Υιός ανθρώπου, κεχρισμένος Προφήτης, Βασιλέας και Αιώνιος Αρχιερέας, τονίζεται η θεία καταγωγή του και το μέγιστο έργο της σωτηρίας πάντων των ανθρώπων. Στις θεοφάνειες της Παλαιάς Διαθήκης, ο Χριστός, ως άσαρκος Λόγος, φανερώνει την Αγία Τριάδα[5] και για τους Πατέρες της Εκκλησίας, ο Ιησούς Χριστός είναι Γιαχβέ[6], ταυτόχρονα είναι ο Γιαχβέ[7] ή ακριβέστερα "ο Ιησούς Χριστός είνε ο Γιαχβέ Υιός"[8] ή αλλιώς ο Γιαχβέ-Λόγος[9], δηλ. "ο Χριστός είναι Γιαχβέ και αυτός, ως ο Πατήρ του"[10].
Παρουσιάζεται στην Καινή Διαθήκη ως έχων το θείο μεγαλείο του Λυτρωτή και κηρύσσεται από τον ίδιο τον Πατέρα ως ο Υιός αυτού ο αγαπητός, τοποθετείται υπεράνω του Μωϋσή και του Ηλία, προσφωνείται από τον Δαβίδ Κύριος, εμφανίζεται υπεράνω των Προφητών και των Αγγέλων, ως υπέρτατος Νομοθέτης και Κριτής, κάτοχος υψίστων εξουσιών. Ζητά οι οπαδοί του να βαπτίζονται στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Βεβαιώνει ότι γνωρίζει τον Πατέρα και ο Πατέρας γνωρίζει Εκείνον και προαναγγέλλει ότι θα έλθη καθήμενος εκ δεξιών του Θεού. Αυτός είναι "ο μονογενής Υιός ο ων εις τον κόλπον του Πατρός", ο "ελθών εκ του ουρανού εις την γην" και συγχρόνως "ων εν τω ουρανώ" "πριν Αβραάμ γενέσθαι". Αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Όπως βεβαιώνει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο Υιός υπήρχε πριν γίνει ο κόσμος, ως ο συναΐδιος του Πατρός Λόγος και ως Θεός τέλειος, ως το Α καί τό Ω, ως η αρχή και το τέλος του παντός.
Ο Απόστολος Παύλος Τον χαρακτηρίζει ως τον όντα επί πάντων Θεόν, ως τον πρωτότοκο, τον γεννηθέντα από τον Πατέρα προ πάσης της κτίσεως, ως εν μορφή Θεού υπάρχοντα και κενώσαντα εαυτόν, ώστε να εισέλθει στο πεδίο της ζωής και να λάβει μορφή δούλου, ως Εκείνον που εξαγόρασε με το αίμα Του, αίμα Θεού, την Εκκλησία, και ως εκείνον που μέσω αυτού τα πάντα δημιουργήθηκαν.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη όπως ερμηνεύτηκε από την Εκκλησία, ο Ιησούς Χριστός διακηρύσσεται σαφέστατα ως «Θεός» αλλά και ως «ο Θεός» (με άρθρο), όπως για παράδειγμα στην Προς Τίτον επιστολή:
«Προσδεχόμενοι την μακαρίαν ελπίδα και επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 2,13).
Όπως σημειώνει ο καθ. Γεώργιος Γαλίτης, στο εδάφιο αυτό «δεν νοούνται δύο πρόσωπα, ο Θεός και ο Χριστός [...] αλλά ένα, ο Χριστός, όπως συμπεραίνεται από το ένα και μόνο άρθρο που χρησιμοποιείται»[11]. Κατά συνέπεια, οφείλουμε να κατανοήσουμε ότι το εδάφιο μιλάει για ένα μόνο πρόσωπο, τον Χριστό, όπως ακριβώς κατανοούμε ένα μόνο πρόσωπο, τον Πατέρα, όταν διαβάζουμε εδάφια όπως τα παρακάτω που χρησιμοποιούν ένα μόνο άρθρο:
«τον Θεόν και Πατέρα» (Ρωμ. 15,6), «τω Θεώ και Πατρί» (Α΄ Κορ. 15,24), «ο Θεός και Πατήρ» (Β' Κορ. 1,3), «ο Θεός και Πατήρ» (Β' Κορ. 11,31), «του Θεού και Πατρός» (Γαλ. 1,4), «τω Θεώ και Πατρί» (Εφ. 5,20), «Τω δε Θεώ και Πατρί» (Φιλ. 4,20), «του Θεού και Πατρός» (Α' Θεσ. 1,3), «ο Θεός και Πατήρ» (Α' Θεσ. 3,11), «του Θεού και Πατρός» (Α' Θεσ. 3,13), «τω Θεώ και Πατρί» (Αποκ. 1,6).
Εκτός αυτού όμως, «πάντοτε στην Κ. Διαθήκη γίνεται λόγος για δεύτερη παρουσία και επιφάνεια του Χριστού, και όχι του Θεού και του Χριστού [...] Στον στίχο αυτό οι Πατέρες είδαν να κηρύττεται η θεότητα του Χριστού και η ισότητά του προς τον Πατέρα»[12].
Αναλόγου περιεχομένου εδάφια που μαρτυρούν τη θεότητα του Χριστού είναι επίσης:
Όλη η αλήθεια για τον Χριστό, την οποία μαρτύρησε και ομολόγησε και ο ίδιος έχοντας πλήρη συνείδηση αυτής, διακηρύχθηκε από τους συγγραφείς της Καινής Διαθήκης, κληροδοτήθηκε στην Εκκλησία εξ αρχής και μεταδόθηκε μέσω των Αγίων, των Μαρτύρων, των Αποστολικών Πατέρων, των Απολογητών και των επόμενων εκκλησιαστικών συγγραφέων και Πατέρων. Έτσι, "σύμπασα η αρχαία Εκκλησία", η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, ομολογεί και κηρύττει διαμέσου των αιώνων και χωρίς διακοπή, Ιησού Χριστό Υιό του Θεού Μονογενή, ομοούσιο και συναΐδιο του Πατρός, πολύ πριν από την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας. Και αυτό συμβαίνει επειδή "ό,τι υπάρχει ως αλήθεια στην Εκκλησία" υφίσταται ίδιο και απαράλαχτο "από τον Α' αιώνα μέχρι σήμερα", αφού "κάθε αποκεκαλυμμένη διδασκαλία είναι έργο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου", σωτηρία που "συντελείται αυθεντικά σε όλες τις εποχές". Άρα δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε ότι η πίστη της Εκκλησίας υπόκειται σε οποιαδήποτε βελτίωση ή αύξηση με την πάροδο του χρόνου ή ότι με το πέρασμα του χρόνου "προστίθενται και νέαι αλήθειαι μη υπάρχουσαι πρότερον εν τη Εκκλησία"[13], και κατά συνέπεια, κάθε δογματική διατύπωση και διδασκαλία των Οικουμενικών Συνόδων "...ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως"[14]. Για παράδειγμα, "η λέξις «ομοούσιος» δεν υπάρχει εις την Αγίαν Γραφήν ούτε εις τας πρώτας ομολογίας πίστεως. Ποίος όμως δύναται να ισχυρισθή ότι η πρώτη Εκκλησία αμφέβαλλε περί της θεότητος του Κυρίου; Ο Μέγας Αθανάσιος εις το «Περί της εν Νικαία Συνόδου» έργον του αναγράφει: «εγώ μεν γαρ την αιτίαν και την διάνοιαν, καθ' ην η σύνοδος το εκ της ουσίας και το ομοούσιον συμφώνως τοις εκ των Γραφών και του Σωτήρος ειρημένοις και όσοι πρό αυτών εξέθεντο πατέρες και έγραψαν διηγησάμην» (ΒΕΠ 31, 169)"[15].
Ο Ιησούς Χριστός
Aπεικόνιση εγκαυστικής τέχνης
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός υπάρχει με δύο φύσεις -ως τέλειος Άνθρωπος (απόλυτα αναμάρτητος) και τέλειος Θεός- και ένα πρόσωπο, αυτό του αΐδιου Λόγου, του μονογενούς Υιού του Θεού, του γεννηθέντα αχρόνως από την ουσία του Πατρός. Η ένωση των δύο φύσεων έγινε στη μήτρα της Παναγίας Παρθένου, όπου η δύναμη του Θεού εμόρφωσε το έμβρυο, με το οποίο ενώθηκε αμέσως ο Λόγος του Θεού, χωρίς η ανθρώπινη φύση να υπάρξει στη ζωή έστω και μία χρονική στιγμή εκτός ενώσεως, ως πρόσωπο ξεχωριστό. Πρόσωπο (ή Υπόσταση) υπήρξε μόνο ένα (μία), αυτό του Λόγου του Θεού (γι αυτό η ένωση των φύσεων ονομάζεται "Υποστατική"), ενώ οι δύο φύσεις δεν επηρέασαν διόλου η μία την ποιότητα της άλλης, και παρέμειναν πλήρεις χωρίς στο εξής ν' αποχωρίζονται η μία από την άλλη. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία διδάσκει ότι, οι δύο φύσεις ενώθηκαν "ατρέπτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως".
Ο Χριστός είχε δύο φυσικά θελήματα και δύο ενέργειες. Ήθελε και ενεργούσε ενιαία και ως άνθρωπος και ως Θεός χωρίς η μία του ενέργεια να αντιτίθεται προς την άλλη. Μάλιστα, το ανθρώπινο θέλημα, χωρίς να αντιμάχεται και να εναντιώνεται, είναι αυτό που υποτάσσεται στο θείο, κατά τον τρόπο που εξαιτίας της Υποστατικής ενώσεως, η ανθρώπινη φύση ενωμένη με τη θεία, θεώθηκε.
Από την ένωση των δύο φύσεων του Χριστού προκύπτει η έννοια της "αντιδόσεως των ιδιωμάτων", δηλ. η αναφορά όλων των ιδιοτήτων, ενεργειών και ονομάτων της θεότητας και της ανθρωπότητας, στο ένα πρόσωπο, του σαρκωμένου Λόγου. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ιδιότητα και ενέργεια, είτε ανθρώπινη, είτε Θεία, και όλα τα ονόματα, τα Θεία και τα ανθρώπινα, αποδίδονται στον Χριστό ή το Λόγο, εφ' όσον ο Χριστός και ο Λόγος είναι ένα και το αυτό κατά την υπόσταση. Για παράδειγμα, τα ονόματα Προφήτης και Ιερεύς αφορούν την ανθρώπινη φύση, όμως εξαιτίας της αντιδόσεως των ιδιωμάτων, αποδίδονται στον Λόγο. Έτσι και ο Κύριος της Δόξης, εφόσον κατά τη σάρκωση έγινε Χριστός, αναδρομικά, το όνομα Χριστός αναφέρεται και στον Θεό-Λόγο, των Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ της Παλαιάς Διαθήκης.
Σχετικά με τον όρο Θεοτόκος που αποτελεί συνοπτική εκφορά του χριστολογικού δόγματος, η Ορθόδοξη Θεολογία δέχεται ότι η Παναγία γέννησε, όχι ασφαλώς τη θεία φύση του Χριστού, αλλά το Θεό "σαρκί", τέλειο Θεό και τέλειο άνθρωπο. Οι δύο σαφείς και ξεχωριστές γεννήσεις του Χριστού, μία ως αΐδιος Υιός του Θεού και μία ως Υιός της Παρθένου δεν σημαίνουν ότι είχε και δύο υιότητες (εκδοχή του Νεστοριανισμού). Δεν ήταν Υιός Θεού και Υιός της Παρθένου ξεχωριστά, αφού αυτό θα σήμαινε ότι είχε δύο πρόσωπα. Ο Χριστός είχε ένα και μόνο πρόσωπο, στο οποίο πρέπει μία λατρεία και μία προσκύνηση.
Το θαύμα του Παραλύτου
Για τα γεγονότα της γέννησης του Ιησού Χριστού, οι πληροφορίες προέρχονται κυρίως από τα τέσσερα Ευαγγέλια, τα κείμενα δηλ., που ονομάστηκαν έτσι επειδή περιείχαν το χαρμόσυνο μήνυμα της γέννησης του Ιησού Χριστού, του Μεσσία και Σωτήρα. Τα τέσσερα Ευαγγέλια μαζί με άλλα 23 κείμενα-βιβλία που αναφέρονται στη ζωή και διδασκαλία του Ιησού και τη ζωή της πρώτης χριστιανικής κοινότητας, ονομάστηκαν Καινή Διαθήκη.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, ο αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφθηκε την μέλουσα μητέρα του Ιησού, τη Θεοτόκο Μαρία και της είπε ότι θα φέρει στον κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί, που θα ήταν ο Υιός του Θεού, και μάλιστα με έναν ξεχωριστό τρόπο αφού θα ερχόταν στον κόσμο όχι με τη συμβολή ανδρός, αλλά με την θαυματουργή δύναμη του Θεού και την έλευση του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι, ο Ιησούς γεννήθηκε περίπου το 6 π.Χ. στη Βηθλεέμ, μια πόλη της Παλαιστίνης. Κατόπιν, η Παναγία και ο σύζυγός της Ιωσήφ, ένας πιστός άνθρωπος, μαραγκός στο επάγγελμα, πήραν τον Ιησού στην φτωχική κωμόπολη Ναζαρέτ και Εκείνος μεγάλωνε με τους γονείς του στη Ναζαρέτ ασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού όπως κι ο Ιωσήφ.
Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ή Πρόδρομος, είχε ξεκινήσει μια προσπάθεια να προετοιμάσει τον κόσμο για τον ερχομό του Μεσσία. Όταν ο Ιησούς ήταν περίπου 30 ετών, ο Ιωάννης τον βάπτισε μέσα στον Ιορδάνη ποταμό καθώς αναγνώρισε στο πρόσωπό του τον αναμενόμενο Μεσσία. Όχι πολύ αργότερα από το γεγονός αυτό, ο Ιησούς ξεχώρισε μια ομάδα 12 πιστών μαθητών οι οποίοι θα τον βοηθούσαν να διαδώσει το μήνυμά της Σωτηρίας. Ο Ιησούς κήρυξε στον κόσμο της υπαίθρου, στους ναούς και στις πόλεις και μίλησε για την εμπιστοσύνη που πρέπει να έχει άνθρωπος στο Θεό, δίδαξε τη συγχώρεση, την υιοθέτηση μιας στάσης ζωής που να αγκαλιάζει με αγάπη τον συνάνθρωπο και την οριστική λύτρωση του ανθρώπου από το κακό, την φθορά και τον θάνατο με την συμμετοχή του στην "Βασιλεία του θεού", στην αιώνια ζωή που συνεχίζεται μετά τον φυσικό θάνατο. Η διδασκαλία του, έκανε τον Ιησού σύντομα γνωστό και η φήμη του εξαπλώθηκε σε όλη τη χώρα, όχι μόνο στο βορρά και στις περιοχές της Γαλιλαίας άλλα και στο νότο με τα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στην ιερή πόλη του Ιουδαϊσμού, στα Ιεροσόλυμα. Τα Ευαγγέλια περιγράφουν και τα πολλά και διάφορα θαύματα που έκανε ο Ιησούς όπως η ανάσταση νεκρών και η θεραπεία αρρώστων, ώστε να πιστέψουν οι άνθρωποι στο Ευαγγέλιο.
Το μήνυμα του Ιησού είχε μεγάλη επίδραση στους ακροατές του και πολλοί από αυτούς πίστεψαν ότι πράγματι αυτός ήταν ο Μεσσίας. Άλλοι πάλι θεώρησαν ότι απλά ήρθε να προετοιμάσει τον ερχομό του πραγματικού Μεσσία ενώ κάποιοι είπαν πως ήταν κάποιος παλιός προφήτης που ήρθε και πάλι στη γη για να διδάξει. Μια ομάδα Εβραίων θρησκευτικών ηγετών κατηγόρησε τον Ιησού επειδή τα Σάββατα, την ιερή ημέρα ανάπαυσης των Ιουδαίων, συνέχιζε την διδασκαλία του. Επίσης κάποιοι από αυτούς δυσανασχετούσαν επειδή ο Ιησούς πλησίαζε με καλοσύνη ανθρώπους που θεωρούνταν ανάξιοι και ασεβείς. Μια μερίδα από τους Εβραίους ηγέτες ανησύχησε μήπως αυτός, που πολλοί νόμιζαν για Μεσσία, ξεκινήσει κάποια εξέγερση ενάντια στους Ρωμαίους και έτσι υπάρξει αναταραχή. Έτσι, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι πρέπει να θανατώσουν τον Ιησού και άρχισαν να ψάχνουν για οπαδούς του που θα ήταν πρόθυμοι να τον προδώσουν. Και βρήκαν τον μαθητή του Ιησού τον Ιούδα.
Άγιο Πνεύμα
Το Άγιο Πνεύμα είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, το οποίο εκπορεύεται εκ του Πατρός. Είναι ομοούσιο με τα πρόσωπα του Πατρός και του Υιού και κατά το Σύμβολο της Πίστεως "συνπροσκυνείται και συνδοξάζεται" με τον Πατέρα και με τον Υιό, ίσο κατά τη λατρεία και την τιμή. Το Άγιο Πνεύμα εμφανίζεται στην Καινή Διαθήκη εξ αρχής να μεταδίδει υπερφυσικά χαρίσματα, υποδηλώνοντας πως το Πνεύμα είναι προσωπικός παράγοντας Θείας δυνάμεως, ιδίως δε όταν υπό του Ιησού Χριστού μαρτυρείται πως η βλασφημία προς Αυτό, αποτελεί ασυγχώρητο αμάρτημα. Ταυτόχρονα στα χωρία της Αγίας Γραφής αποκαλείται ως "Παράκλητος"[1], ο οποίος θα έλθει να αντικαταστήσει "εν πάσι παρά τοις μαθηταίς", τον απερχόμενο ήδη Κύριο.
Στις επιστολές του απ. Παύλου, το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται να ερευνά τα βάθη του θεού, να διαιρεί και να ενεργεί τα χαρίσματα στα μέλη της Εκκλησίας, να κατοικεί μέσα μας έχοντας ως ναό το σώμα μας, να μας αναγεννά και να μιλά μέσω των προφητών και των θεοπνεύστων ανδρών[2]. Πρέπει να τονιστεί πως η διδασκαλία περί του Αγίου Πνεύματος κηρύχθηκε από την εκκλησία από τα αποστολικά ακόμα έτη, αλλά έλαβε οριστική διατύπωση κατά την εποχή της Α΄ και Β΄ Οικουμενικής Συνόδου, όταν και είχαν ανακύψει οι αμφισβητήσεις περί της Θεότητας του Αγίου Πνεύματος, υπό των πνευματομάχων, ιδίως δε των Ανομοίων και των Μακεδονιανών.
Το Άγιο Πνεύμα "εκπορεύεται αϊδίως[3] εκ του Πατρός"[4], και αποστέλλεται από τον Υιό, κατά την Θεία οικονομία, εν χρόνω στον κόσμο, τελειώνοντας το έργο της απολυτρώσεως, όπως ρητά αναφέρεται στο Ιωάν. 15:26[5]. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, μόνο "ο Πατήρ αιτία εστί...του Πνεύματος"[6], και όχι και ο Υιός, όπως δογμάτισαν οι Ρωμαιοκαθολικοί με το Φιλιόκβε. "Είνε προφανές, ότι το δι' Υιού οι Πατέρες ...δεν δύνανται να εννοώσιν, ως εννοούσιν αυτό οι Λατίνοι"[7].
Το Άγιο Πνεύμα έχει την αιτιατή αρχή του στον Πατέρα, με διαφορετικό τρόπο απ' ό,τι ο Υιός. Έτσι ο Υιός γεννάται προαιωνίως, ενώ το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται προαιωνίως εκ του Πατρός, τα οποία αποτελούν και τα λεγόμενα Υποστατικά Ιδιώματα τους, δηλ. οι μή κοινές ιδιότητες που έχουν οι υποστάσεις της Τριάδας. Έτσι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Υιού εκφαντορικώς, ως ενέργεια, αλλά δια του Πατρός υπαρκτικώς[8], δηλαδή φυσικώς. Είναι χαρακτηριστικό δε πως υπό το πρίσμα της Αυγουστίνιας θεολογίας, το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται υπαρκτικώς και από τον Υιό, καταργώντας τις ακοίνωτητες ιδιότητες της Αγίας Τριάδος, παρότι ο Γρηγόριος Νύσσης, αλλά και ο πνευματικός Πατήρ του Αυγουστίνου, Αμβρόσιος Μεδιολάνων διαφωνούν αναφέροντας πως το Άγιο Πνεύμα «εν τω μήτε μονογενώς εκ του Πατρός αποστήναι, και εν τω δι αυτού πεφηνέναι»[9], ενώ ο Μέγας Βασίλειος αναφέρει, πως η διάκρισις των ιδιαζόντων (ακοινωνήτων) σημείων είναι ασύγχητος[10].
Γι'αυτό και ο ρόλος του Υιού στην ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος δεν είναι σχέση αιτίας, αλλά συγκατάθεσης. Ο Γρηγόριος Νύσσης διευκρινίζει αυτή τη σχεση, με την εξής διάκριση «Η διαφορά Υιού και Πνεύματος ως προς την εμφάνιση στην ύπαρξη, στην έλευση, στην ύπαρξη αυτών των δύο, είναι ότι ο μεν Υιός προέρχεται προσεχώς (ήτις άμεσα) εκ του Πατρός, εκ του αιτίου, το δε Πνεύμα προέρχεται δι’ Εκείνου που προέρχεται προσεχώς, δηλαδή δια του Υιού». Έτσι τονίζει ότι «κατά αυτόν τον τρόπο, η μεσιτεία, η μεσολάβηση του Υιού στη θεία ζωή, στη θεία ύπαρξη διαφυλάττει την ιδιότητά Του ως Μονογενούς». Για να παραμείνει ο Υιός ως ο Μονογενής, πρέπει να Του αναγνωρίστεί το «προσεχώς», διότι αλλιώς θα είχαμε δύο Υιούς κατά κάποιο τρόπο. Ενώ δηλαδή η φυσική, η ουσιώδης σχέση του Πνεύματος προς τον Πατέρα δεν καταργείται, διότι στον Υιό υπάρχει όλη η θεία φύση και συνεπώς, ως προς τη φύση, κοινωνεί με τον Πατέρα και το Πνεύμα, έρχεται στην ύπαρξη δια της μεσολαβήσεως του Υιού. Αυτό δεν έχει σχέση με το Filioque στο επίπεδο της αϊδίου υπάρξεως του Θεού, γιατί τόσο ο Υιός όσο και το Πνεύμα δεν είναι αίτια. Δηλαδή, ενώ ο Υιός μπορεί κατά κάποιο τρόπο να μεσολαβεί στο να έρθει στην ύπαρξη το Άγιο Πνεύμα, αυτό δεν κάνει τον Υιό αίτιο του Πνεύματος, καθώς Το αίτιο παραμένει μόνο ο Πατήρ. Η διευκρίνιση αυτή, διατηρεί την αρχή, τη βασική Χριστιανική πίστη, ότι μόνο ο Πατήρ είναι ο αίτιος και ότι ο Υιός με κανένα τρόπο δεν μπορεί να νοηθεί ως συναίτιος της υπάρξεως του Πνεύματος.
Στη συνέχεια, παρατίθενται μερικά χωρία που δείκνύουν το Άγιο Πνεύμα ως πρόσωπο:
Στην Εισαγωγή μας για την Ορθόδοξη Πίστη και Διδασκαλία κάναμε λόγο για τις Πηγές της. Έχουμε τη χαρά και την ευλογία να παρουσιάσουμε αρχικά την Πρώτη πηγή, δηλ. την ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Με τον όρο Αγία Γραφή αναφερόμαστε στο σύνολο των θεόπνευστων βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης[1] που αποτελούν την γραπτή πηγή της Θείας Αποκαλύψεως[2] και της ιστορίας της προετοιμασίας και εκπληρώσεως της ενανθρώπησης του Μεσσία Ιησού Χριστού[3].
Στην Αγία Γραφή αναφερόμαστε και με τους όρους Ιερά Γραφή, Γραφές ή Ιερές Γραφές[4], Άγιες Γραφές[5], Γραφή, Βίβλος (αντιδάνειο από την ελληνική λέξη βιβλία)[6], ενώ η ίδια η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί τη ραβινική έκφραση "γραφαί άγιαι" (Ρωμ 1,2) και "Ιερά γράμματα" (Β' Τιμ 3,15)[7].
Επίσης, η Αγία Γραφή λέγεται και Διαθήκη. Η λέξη διαθήκη είναι παράγωγος του ρήματος διατίθημι που σημαίνει μεταξύ άλλων διευθετώ κάτι με αμοιβαία συμφωνία ή διαθέτω την περιουσία μου με συμφωνία. Η αντίστοιχη εβραϊκή λέξη berith σημαίνει κατά περίπτωση "τέμνω-τεμαχίζω" ή και "εκλέγω-ορίζω"[8]. Συνεπώς, ο όρος "Διαθήκη", χρησιμοποιείται στη βιβλική γλώσσα "ως συμφωνία μεταξύ του θεού..και των ανθρώπων...καθ' ην ο μεν θεός υπέσχετο την προστασίαν και τας δωρεάς Του, οι δε άνθρωποι ανελάμβαναν την υποχρέωσιν να συμμορφωθούν προς το θέλημα Του"[9].
Η Αγία Γραφή διαιρείται σε δύο μεγάλα μέρη, την Παλαιά Διαθήκη η οποία περιέχει τα προ Χριστού, θεόπνευστα βιβλία, του Μωϋσή, των προφητών και των άλλων συγγραφέων, και στην Καινή Διαθήκη η οποία περιλαμβάνει τα έργα των Αποστόλων, από το κατά Ματθαίον Ευαγγελίου μέχρι και της Αποκάλυψης, του ευαγγελιστή Ιωάννη[10]. Από απόψεως χρονικής διαρκείας κατά την οποίαν γράφτηκαν οι δύο Διαθήκες, τα μεν βιβλία της Π.Δ. γράφτηκαν από τον 13ο[11] μέχρι και τον 2ο π.Χ. αιώνα, ενώ αυτά της Κ.Δ. γράφτηκαν κατά τον πρώτο μετά Χριστό αιώνα[12]. Η Ορθόδοξη Αγία Γραφή περιλαμβάνει συνολικά 76 βιβλία:
1.Γένεσις 2.Έξοδος 3.Λευιτικόν 4.Αριθμοί 5.Δευτερονόμιον 6.Ιησούς του Ναυή 7. Κριταί
8.Ρουθ 9. Α' Βασιλειών 10.Β' Βασιλειών 11.Γ' Βασιλειών 12.Δ' Βασιλειών 13. Α' Παραλειπομένων 14.Β' Παραλειπομένων 15.Α' Έσδρας 16. Β ' Έσδρας 17. Νεεμίας 18.Εσθήρ 19.Ιουδίθ 20.Τωβίτ 21.Α' Μακκαβαίων 22.Β' Μακκαβαίων 23. Γ' Μακκαβαίων 24.Ψαλμοί 25.Ιώβ 26.Παροιμίαι 27.Εκκλησιαστής 28.Άσμα Ασμάτων 29.Σοφία Σολομώντος 30. Σοφία Σειράχ 31.Ωσηέ 32.Αμώς 33.Μιχαίας 34.Ιωήλ 35.Οβδιού 36.Ιωνάς 37.Ναούμ 38.Αββακούμ 39.Σοφονίας 40.Αγγαίος 41.Ζαχαρίας 42.Μαλαχίας 43.Ησαΐας 44.Ιερεμίας 45.Βαρούχ 46.Θρήνοι 47.Επιστολή Ιερεμίου 48.Ιεζεκιήλ 49.Δανιήλ
50.Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον 51.Κατά Μάρκον Ευαγγέλιον 52.Κατά Λουκάν Ευαγγέλιον 53.Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον 54.Πράξεις των Αποστόλων55.Προς Ρωμαίους 56.Προς Κορινθίους Α' 57.Προς Κορινθίους Β' 58.Προς Γαλάτας 59.Προς Εφεσίους 60.Προς Φιλιππησίους 61.Προς Κολοσσαείς 62.Προς Θεσσαλονικείς Α' 63.Προς Θεσσαλονικείς Β' 64.Προς Τιμόθεον Α' 65.Προς Τιμόθεον Β' 66.Προς Τίτον 67.Προς Φιλήμονα 68.Προς Εβραίους 69.Επιστολή Ιακώβου 70.Επιστολή Πέτρου Α' 71.Επιστολή Πέτρου Β' 72.Eπιστολή Ιωάννου Α' 73.Eπιστολή Ιωάννου Β' 74.Eπιστολή Ιωάννου Γ' 75.Επιστολή Ιούδα 76.Αποκάλυψις Ιωάννου
Βλέπε κύριο άρθρο Παλαιά Διαθήκη.
Ο όρος "Παλαιά Διαθήκη" συντίθεται από το επίθετο παλαιός και το ουσιαστικό διαθήκη και σημαίνει την, προ ενανθρωπήσεως του Χριστού, συμφωνία μεταξύ του Θεού Γιαχβέ και του περιουσίου λαού δια μέσου των εκπροσώπων του, προπατόρων, πατριαρχών και λοιπών μεγάλων θρησκευτικών προσωπικοτήτων. Η συμφωνία ή "η σχέση αυτή δεν πρέπει βεβαίως να συνδέσει το θείο σχέδιο της σωτηρίας με το ιστορικό πεπρωμένο του ισραηλιτικού λαού...αλλά με το ιστορικό πεπρωμένο ολόκληρης της ανθρωπότητας"[13]. Το περιεχόμενο της "Παλαιάς Διαθήκης" κατανοείται από την Ορθόδοξη Εκκλησία ως προεξαγγελτικό της παρουσίας του Χριστού. "Ερμηνεύοντας, λοιπόν, η Εκκλησία χριστολογικά τα κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης, δίνει σε αυτά ένα εντελώς διαφορετικό νόημα από εκείνο που τα ίδια κείμενα έχουν για τη Συναγωγή. Με αυτό το νέο νόημα ενσωματώνει η Εκκλησία τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης στη δική της Αγία Γραφή και τα θεωρεί πλέον τμήμα της δικής της παράδοσης, νομιμοποιώντας έτσι ταυτόχρονα το δικαίωμα της να είναι αυτή, ως «νέος Ισραήλ», η κληρονόμος των επαγγελιών του Θεού και όχι η Συναγωγή"[14]. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία, η Παλαιά Διαθήκη περιέχεται σ' ενα σώμα 49 ιερών βιβλίων, τα οποία ξεχώρισαν για τη θεοπνευστία τους.
Βλέπε κύριο άρθρο Καινή Διαθήκη.
Η Καινή Διαθήκη είναι η συλλογή των 27 ιερών βιβλίων, τα οποία η Εκκλησία επέλεξε, αναγνώρισε και καθιέρωσε ως την μοναδική θεόπνευστη και αποστολική γραπτή μαρτυρία για τη νέα, πλήρη καί τελεσίδικη αποκάλυψη του Θεού στο μοναδικό πρόσωπο και έργο του Ι. Χριστού[15]. Κατά το δείπνο του υπερώου με τους μαθητές (Ματθ. 26, 28. Μάρκ. 14,24. Λουκ. 22,20, πρβλ. και Α' Κορ. 11, 25), ο ίδιος ο Μεσσίας αναφέρθηκε στην "Καινή Διαθήκη", δηλώνοντας έτσι τη νέα περίοδο της λυτρωτικής οικονομίας του Θεού που επρόκειτο να θεμελιωθεί με το αίμα που ο ίδιος έχυσε εκούσια στο σταυρό[16].
Από τον Μεσαίωνα και κατόπιν, τα βιβλία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης ονομάζονται και Βίβλος, ονομασία που αποτελεί προϊόν επίδρασης των ξενόγλωσσων όρων Bible, Bibel, Biblia κ.λπ.. Αυτοί οι όροι προέρχονται από το λατινικό biblia το οποίο με τη σειρά του έχει τις ρίζες του στους ελληνικούς βιβλικούς ορούς "βίβλος(οι)", "ιερά βίβλος" κ.ά.[17].
Βλέπε κύριο άρθρο Βιβλικός κανόνας
Ο ρόλος της Εκκλησίας, ήταν καθοριστικός στην διαμόρφωση του Κανόνα της Αγίας Γραφής καθώς "με την καθοδήγηση του Αγ. Πνεύματος διαχώρισε μεταξύ των βιβλίων, τα οποία έφεραν λαθραίως το όνομα ενός προφήτη ή αποστόλου, από εκείνα τα οποία ήταν γνήσια βιβλία των θεοπνεύστων ανδρών. Η Εκκλησία ξεχώρισε τα γνήσια από τα ψευδεπίγραφα ή νόθα βιβλία"[18].
Συγκεκριμένα, με τον β' κανόνα της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου[19] η Ορθόδοξη Εκκλησία επικύρωσε τους εξής κανόνες[20]:
Ο κανονολόγος, καθ. Παν. Μπούμης, αποδέχεται[27] την άποψη του καθ. Σάββα Αγουρίδη ότι: "η Εκκλησία έθεσε κατά τον 2ον αιώνα τας βάσεις και αρχάς του Κανόνος της. Λόγω όμως του οικουμενικού χαρακτήρος της χριστιανοσύνης και επειδή εις ωρισμένας παλαιάς Εκκλησίας ήσαν εμπεδωμέναι διάφοροι ως προς ωρισμένα βιβλία παραδόσεις, η Εκκλησία δεν επέβαλε δι' αυθεντικής αποφάσεως ένα αυστηρώς καθωρισμένων ορίων Κανόνα. Εσωτερικώς καθωδήγησε τα απανταχού τέκνα της, ώστε να συγκλίνουν άπαντες συν τω χρόνω επί τα αυτά όρια"[28]. Στην εμπεριστατωμένη μελέτη του, "Οι Kανόνες της Eκκλησίας περί του Kανόνος της Αγ. Γραφής" (Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1991, 2η έκδ.), ο καθηγητής Μπούμης αναλύει σε βάθος όλους τους παραπάνω κανόνες και καταλήγει:
"Εξ όσων μέχρι τούδε αναλυτικώς εξετέθησαν, δυνάμεθα, νομίζομεν, συμπερασματικώς να καταλήξωμεν...ότι μεταξύ των κανόνων της Εκκλησίας, οι οποίοι επεκυρώθησαν υπό της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου και αναφέρονται εις τον κανόνα της Αγ. Γραφής, υπάρχει μία θαυμαστή συμφωνία, μία πραγματική αρμονία" και προσθέτει ότι, οι πιστοί της Ορθόδοξης Εκκλησίας θα πρέπει να θεωρούν πως "η Πρόνοια του Θεού ενήργησε δια της Πενθέκτης Οικουμ. Συνόδου εις την δημιουργίαν ενός κοινώς αποδεκτού αυθεντικού κανόνος της Αγ. Γραφής"[29].
Από το orthodoxwiki.
Η Ορθόδοξη Πίστη και το φαινόμενο των Αιρέσεων
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στη μακραίωνη ιστορία της πολλές φορές κινδύνευσε από την απειλή των αιρέσεων. Η Εκκλησία, όχι βέβαια ως Σώμα Χριστού, αφού πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής[1], αλλά τα επιμέρους μέλη της, που κατά καιρούς γίνονται θύματα λύκων, που εμφανίζονται με ένδυμα προβάτων[2].
Και σήμερα η απειλή αυτή είναι υπαρκτή, αφού και σήμερα δρουν εκατοντάδες αιρέσεις εξαιρετικά επικίνδυνες για τον άνθρωπο. Η παρουσία των αιρέσεων αποτελεί ένα φαινόμενο το οποίο είναι παρόν από την πρώτη παρουσία της Εκκλησίας στην πορεία της για τον Ευαγγελισμό του κόσμου. Από τα πρώτα χριστιανικά χρόνια εμφανίστηκαν στους κόλπους της Εκκλησίας διάφορες αιρετικές αντιλήψεις, αποτέλεσμα της αδυναμίας μερίδας των πρώτων χριστιανών να κατανοήσουν την νόημα του Ευαγγελίου, οι οποίες όμως αντιμετωπίσθηκαν και καταπολεμήθηκαν από τους αγίους Αποστόλους[3].
Η αίρεση υπήρξε ένα φαινόμενο που ήδη από απόστολο Παύλο θεωρείται ως μία έκφραση του μυστηρίου της ανομίας[4]. Από τον 4ο όμως αιώνα εμφανίσθηκαν μεγάλες κακοδοξίες που συντάραξαν την Εκκλησία. Τον ορισμό του όρου αἴρεσfις μας τον δίνει ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος στον 1ο ιερό κανόνα του γράφει, Αἱρέσεις μέν, τούς παντελῶς ἀπεῤῥηγμένους, καί κατ’ αὐτήν τήν πίστιν ἀπηλλοτριωμένους[5]. Ο καθηγητής Π. Χριστινάκης τονίζει μεταξύ των άλλων ότι αίρεση είναι η απόκλιση από του ορθοδόξου δόγματος, η διαφορετική πίστη από την πίστη της Ορθοδόξου Εκκλησίας[6]. Η λέξη αἴρεσις προέρχεται από το ρήμα προτιμώ, διαλέγω και δηλώνει, ως προς την θεολογική της χρήση, την αντίθεση προς την καθολική πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας, από ένα ή περισσότερα μέλη της. Οι αιρέσεις αμφισβητούν την αυθεντικότητα της χριστιανικής πίστης και εισάγουν στην παράδοση και τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας λανθασμένες αντιλήψεις κακοδοξίες. Την ίδια όμως στιγμή το σώμα της Εκκλησίας (κλήρος και λαός) ενεργοποιούνται για τη φανέρωση της κακοδοξίας, πλάνης και την αποκατάσταση της αληθείας, αποτέλεσμα αυτής της ενεργοποιήσεως του σώματος της Εκκλησίας είναι η περιφρούρηση της ορθής πίστεως, της Ορθοδοξίας. O καθηγητής Ν. Ματσούκας εξετάζει την αίρεση σε αντιπαραβολή με τα δόγματα και εξηγεί ότι δόγματα είναι η ορθή ζωή και αίρεση η διαβρωμένη και εσφαλμένη[7]. Τέλος ο καθηγητής Ι. Καρμίρης κατηγορηματικά ορίζει ότι αίρεσις είναι πάσα πεπλανημένη διδασκαλία, παρεκκλίνουσα από της γνήσιας χριστιανικής πίστεως[8]. Μιας πίστης, η οποία περιγράφεται στα Ευαγγέλια και οποιαδήποτε παρέκκλιση από αυτή οδηγεί σε καταδίκη και αποκλει¬σμό από το σώμα της Εκκλησίας, όπως προτρέπει ο απόστολος Παύλος, εἰ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ’ ὅ παρελάβετε ἀνάθεμα ἔστω[9]. Η αίρεση λοιπόν δεν παραμένει μόνο μια ενσυνείδητη και επίμονη απόκλιση του χριστιανού από της πίστεως της Εκκλησίας, της ρητώς και σαφώς εκτεθειμένης, αλλά έχει και συνέπειες, αφού καταδικάζεται[10] με τον αποκλεισμό και την αποκοπή από το σώμα της Εκκλησίας[11].
Επομένως όταν κάνουμε λόγο για αίρεση, μιλούμε για την εκτροπή από την αληθινή πίστη. Είναι η ναρκοθέτηση του δρόμου προς τη σωτηρία[12]. Κατά τον απόστολο Παύλο[13] ο Θεός επιτρέπει να υπάρχουν μεταξύ των χριστιανών ψευδείς διδασκαλίες – αιρέσεις, που δημιουργούν μεν ρήγματα στην ενότητα της Εκκλησίας, προκαλούν όμως κρίση, η οποία επιτρέπει στους γνήσιους και σταθερούς Χριστιανούς να εκδηλώνουν έντονα την ορθή πίστη και διδασκαλία της Εκκλησίας και να αποφεύγουν τις μεθοδείες του Διαβόλου[14]. Στο ερώτημα ποιοι είναι οι αιρετικοί, την απάντηση τη δίνουν οι ιεροί κανόνες, οι οποίοι μεταξύ των άλλων ορίζουν πως, αίρετικούς δέ λέγομεν, τούς τε πάλαι τῆς Ἐκκλησίας ἀποκηρνχθέντας, καί τούς μετά ταύτα ὑφ’ ἡμῶν ἀναθεματισθέντας˙ πρός δέ τούτοις, καί τούς τήν πίστιν μέν τήν ὑγιή προσποιούμενους ὁμολογεῖν, ἀποσχίσαντας δέ, καί άντισυνάγοντας τοῖς κανονικοῖς ἡμῶν ἐπισκόποις[15].
Την παρουσία των αιρετικών είχε ήδη επισημάνει ο απόστολος Πέτρος κατά τους χρόνους της Καινής Διαθήκης γράφοντας Εγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ͵ ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι͵ οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας[16]. Το χαρακτηριστικό στοιχείο των αιρετικών επισημαίνει και καθηγητής Μ. Φαράντος, ερμηνεύοντας τον Γρηγόριο Νύσσης σημειώνοντας πως, οι αιρετικοί έχουν ισχυράν ροπήν προς τον υποκειμενισμόν και τον φιλελευθερισμόν.
Οι αιρετικοί…δεν θεολογούν, βασικώς, αλλά δογματίζουν κατ’ εξουσίαν, παραμελούντες τα του Θεού˙ τη εαυτών υπολήψει[17]. Κατά την Ορθόδοξη πίστη η αλήθεια δεν είναι μια αφηρημένη έννοια ή μια διανοητική σύλληψη. Η αλήθεια είναι πρόσωπο, είναι το πρόσωπο του Θεανθρώπου[18]. Η Εκκλησία αποτελεί το σώμα Του, ευαγγελίζεται το Χριστό, μεταδίδει το Χριστό, ζει το Χριστό, παραδίδει το Χριστό και το ευαγγέλιό Του, όχι ως ιδεολογία, αλλά ως εμπειρικό γεγονός όπως το έζησαν και καθώς παρέδοσαν ἡμῖν οἱ ἀπ’ ἀρχῆς αὐτόπται καί ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου[19]. Αντίθετα η αίρεση επιλέγοντας, απορρίπτοντας, προσθέτοντας ή αφαιρώντας από την πληρότητα της εν Χριστῶ Ιησού θείας Αποκαλύψεως παραμορφώνει την αλήθεια, παραμορφώνει δηλαδή το Χριστό. Πολύ χαρακτηριστικά επισημαίνει σχετικά ο αγ. Γρηγόριος ο Παλαμάς, καί γάρ οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας τῆς ἀληθείας εἰσί, καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας εἰσί[20]. Κάθε δηλαδή διδαχή ποικίλη καί ξένη[21], η οποία χωρίζει ή αυτονομεί το Πρόσωπο του Χριστού από το Μυστήριο της Εκκλησίας, κατά την διδασκαλία των θεοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας μας, είναι πλάνη, η οποία ουδεμία σχέση έχει με την αλήθεια. Στην συνέχεια θα προσπαθήσουμε εν συντομία να σκιαγραφήσουμε ορισμένα από τα αίτια του φαινομένου των αιρέσεων, που οδηγούν εν τέλει στην πλάνη και την αίρεση. Η γενεσιουργός αιτία υπήρξε εξ αρχής η αυτονόμηση της ανθρώπινης λογικής από την παράδοση και την κοινή συνείδηση της Εκκλησίας.
Η εγωιστική και αλαζονική αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί μόνος του να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την αλήθεια του Θεού. Έτσι οι αιρετικοί απορρίπτουν οτιδήποτε δε χωρά στο νου τους και ερμηνεύουν με δικό τους τρόπο την πίστη της Εκκλησίας[22].
Η χρησιμοποίηση πηγών και παραδόσεων από άλλες θρησκείες (Ιουδαϊσμός, ανατολικές θρησκείες, μαγεία, χαρτομαντεία, αστρολογία φενγκ σούι, ομοιοπαθητική, γιόγκα κ.λ.π.), καθώς επίσης και στοιχείων της φιλοσοφίας με σκοπό να εκλογικεύσουν τις δογματικές αλήθειες, που η ανθρώπινη λογική δεν μπορεί να ερμηνεύσει χωρίς πίστη στον Τριαδικό Θεό μέσω της λατρευτικής και της ἐν Χριστῶ ζωής[23].
Η εγωιστική παραμονή στην αρχική τους πλάνη οδήγησε τους αιρετικούς να αποκοπούν από την παράδοση και το σώμα της Εκκλησίας, περιφρονώντας ακόμη και τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Συνέχισαν παρά τη διαπιστωμένη από την Εκκλησία πλάνη τους, να διαδίδουν τις ατομικές επινοήσεις και δοξασίες και να δημιουργούν δικές τους ομάδες και παρασυναγωγές. Σε αρκετές περιπτώσεις και η πολιτική εξουσία ή η ακόρεστη επιθυμία για εύκολο πλουτισμό οδήγησε πολλούς ανθρώπους στην πλάνη σε θέματα πίστεως δια να μπορέσουν να καλύψουν με ένα θρησκευτικό πέπλο τις ανομίες τους[24], παρασύροντας όμως στο σκότος και στην αμαρτία ανθρώπους ολιγόψυχους, ολιγόπιστους, πνευματικά αδύναμους, με αποτέλεσμα να γιγαντωθούν οι αιρέσεις και να επικρατήσουν σε μεγάλο πληθυσμό της ανθρωπότητας ιδίως σήμερα όπου ο άνθρωπος αναζητά τα εφήμερα και δεν αποζητά τα ουράνια.
Συμπερασματικά θα λέγαμε πως η κάθε αίρεση αποτελεί ως προς την αφετηρία εκκίνησής της επανάληψη της ίδιας εκείνης αρχέγονης πειρασμικής προσβολής. Αποτελεί μία άλλη πίστη, μία άλλη στάση ζωής, την οποία όπως σημειώνει ο άγ. Ειρηναίος Λυώνος, ούτε προφήτες εκήρυξαν, ούτε ο Κύριος εδίδαξε, ούτε οι απόστολοι παρέδωσαν[25]. Πρόκειται για τρόπο ζωής που βρίσκεται εκτός των εκκλησιαστικών συντεταγμένων. Είναι δρόμος που ο κάθε αιρετικός τον διανύει κατά τρόπο αδιάκριτο και απληροφόρητο, γιατί πείστηκε με την υπόσχεση πάλι μιας άπονης και ψευδεπίγραφης σωτηρίας[26]. Σήμερα πολλοί άνθρωποι αναζητούν την αλήθεια και τη σωτηρία στην πλάνη, στα είδωλα, στα ψεύδη, στον πλούτο και την ηδονή ή σε διάφορες άλλες μεθοδείες του διαβόλου.
Η Αλήθεια όμως που οδηγεί στην ἐν Χριστῶ τελείωσι και γίνεται μέσο σωτηρίας και πνευματικής ελευθερίας και αγαλλιάσεως βρίσκεται μέσα στην Εκκλησία είναι ο ίδιος ο Κύριος, ο Θεός και δημιουργός των πάντων, ο οποίος θυσιάστηκε διά τήν ἡμῶν σωτηρίαν.
Παραπομπές: [1] Μτθ. 16, 18.
[2] Μτθ. 7. 15.
[3] Ι. Καρμίρη, «Αίρεσις», ΘΗΕ, τόμ. 1ος, Αθήναι 1962, στ. 1088.
[4] Β΄ Θεσσ. 2, 7.
[5] Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων αποστόλων, και ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τόμ. Δ΄, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνησιν 1992, σ. 89.
[6] Π. Χριστινάκη, Θέματα Κανονικού και Εκκλησιαστικού Δικαίου Α, εκδ. Συμμετρία, Αυήνα 1994, σ. 127.
[7] Ν. Ματσούκα, Δογματική και Συμβολική Θεολογία Β. Έκθεση της Ορθόδοξης πίστης σε αντιπαράθεση με τη δυτική Χριστιανοσύνη, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 20.
[8] Ι. Καρμίρη, «Αίρεσις», στ. 1087.
[9] Γαλ. 1, 9.
[10] Γεω. Καχριμάνη, «Αίρεσις, (Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον)», ΘΗΕ, τόμ. 1ος, Αθήναι 1962, στ. 1090.
[11] Γεω. Μανώλη, «Το Συνοδικόν και ο αναθεματισμός της ελληνοειδωλολατρείας», Άξιον Εστί, τεύχ. 5, Μάρτιος – Μάιος 2008, σ. 7-9.
[12] Αρσ. Βλιακόφτη, Σύγχρονες Αιρέσεις. Μια πραγματική απειλή, εκδ. Παρακταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σ. 70.
[13] Α΄ Κορ. 11, 19.
[14] Γεω. Καχριμάνη, «Αίρεσις, (Κανονικόν και Εκκλησιαστικόν Δίκαιον)», στ. 1090.
[15] Γ. Ράλλη – Μ. Ποτλή, Σύνταγμα των θείων και ιερών κανόνων των τε αγίων και πανευφήμων αποστόλων, και ιερών οικουμενικών και τοπικών συνόδων, και των κατά μέρος αγίων Πατέρων, τόμ. Β΄, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνησιν 1992, σ. 181.
[16] Β΄ Πέτρ. 2,1.
[17] Μ. Φαράντου, «Ορθοδόξως και αιρετικώς θεολογείν κατά Γρηγόριον Νύσσης», Θεολογία 70 (1999), σ. 265.
[18] Βασ. Γεωργόπουλου, «Το μυστήριο της Εκκλησίας και το φαινόμενο των αιρέσεων», Εφημέριος, Ιούλιος 2009, σ. 21.
[19] Λκ. 1,2.
[20] Γρηγ. Παλαμά, Ἀναίρεσις γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, σ. 606.
[21] Εβρ. 13, 9.
[22] Αρσ. Βλιακόφτη, Σύγχρονες Αιρέσεις. Μια πραγματική απειλή, σ. 71.
[23] Βλ.: Αντ. Αλεβιζοπούλου, Αποκρυφισμός – Γκουρουϊσμός – «Νέα Εποχή», Αθήναι 1997.
[24] Απ. Νικολαΐδη, Κοινωνιολογία των Αιρέσεων. Από την αίρεση στην εκκλησία και από την Εκκλησία στις αιρέσεις και το μυστικισμό, εκδ. Γρηγόρη, Αθήνα 2009, σ. 171. [25] Ειρ. Λυώνος, Έλεγχος και Ανατροπή της Ψευδωνύμου Γνώσεως, 8,1. [26]Βασ. Γεωργόπουλου, «Το μυστήριο της Εκκλησίας και το φαινόμενο των αιρέσεων», σ. 22
Από την Ιστοσελίδα ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ
Ιερά Παράδοση
Σύμφωνα με τα όσα γράψαμε στην αφετηρία αυτής της Στήλης μετά την Αγία Γραφή η δεύτερη Πηγή της Πίστεως μας είναι η ΙΕΡΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ.
Γι αυτήν θα γίνει λόγος στις παρακάτω γραμμές.
Ιερά Παράδοση, Αποστολική Παράδοση ή και απλώς Παράδοση, στην ορθόδοξη θεολογία αποκαλείται ο ενιαίος τύπος διδασκαλίας που προέρχεται από το προφορικό κήρυγμα του Χριστού και των Αποστόλων[1], διδασκαλία που φυλάχθηκε στη ζωή και τη συνείδηση της Εκκλησίας[2], υπό την επιστασία του Αγίου Πνεύματος[3].
Τα κριτήρια[4] που διακρίνουν τη γνήσια Παράδοση από κάθε άλλη ψευδή και κίβδηλη είναι:
Το κέντρο της Ιεράς Παραδόσεως είναι ο Χριστός και η μετ' Αυτού κοινωνία και η περί Αυτού μαρτυρία των προφητών, αποστόλων και αγίων. Έτσι γίνεται αντιληπτό πως η Ιερά Παράδοση παραδίδεται μέσω των θεουμένων ανθρώπων της εκκλησίας είτε μέσα από προφορικό και γραπτό λόγο, είτε μέσω απεικονίσεων. H Ιερά Παράδοση, σύμφωνα με τους πατέρες της Εκκλησίας, αποτελεί πηγή των αληθειών της χριστιανικής θρησκείας ισότιμη "τω θείω γραπτώ λόγω"[5], δηλ. με την Αγία Γραφή.
Στην Ορθόδοξη Εκκλησία οι φύλακες και μεταδότες της Ιεράς Παραδόσεως διαχωρίζονται σε δυο κατηγορίες. Στους αμέσως γνώστες της δόξας της «βασιλείας των ουρανών» και γνωστικούς αυτόπτες μάρτυρες και τους «εν Πνεύματι Αγίω» αποδεχόμενους, φυλάσσοντας και μεταδίδοντας την προφορικήν αγάπη του Θεού, περί την μαρτυρία των θεουμένων. Ο θεούμενος δέχεται, φυλάττει και μεταδίδει δια της θεώσεως ή θεοπτίας ή ενώσεως με τον Χριστό το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως και εν αυτώ τον Πατέρα, δια του ενσαρκωθέντος Λόγου, εν Πνεύματι Αγίω. Είναι χαρακτηριστικό, πως το μυστήριο του Σταυρού και της Αναστάσεως είναι η κατεξοχήν δύναμη και χάρη, η οποία διαμόρφωσε και διαμορφώνει την Ιερά Παράδοση, μέσω της καθάρσεως, του φωτισμού και της θεώσεως πιστών και θεουμένων.
Για τους Ορθοδόξους, η πράξη και η διδασκαλία Ρωμαιοκαθολικών και Προτεσταντών δεν έχει διαφυλάξει την αυθεντική Παράδοση αφού "κατά τήν ορθόδοξη πίστη η Εκκλησία είναι ο πιστός τηρητής και φύλακας της παραδόσεως, ενώ κατά τη ρωμαιοκαθολική αυτή παρουσιάζεται μάλλον ως κυρίαρχος, μεταποιώντας αυτή κατά βούληση και προσπαθώντας να συμβιβάσει τα παλαιά με τα εκάστοτε νέα. Παράλληλα, οι Διαμαρτυρόμενοι δεν αναγνωρίζουν την παράδοση ως πηγή της θείας αποκαλύψεως"[6]. Μάλιστα οι Ρωμαιοκαθολικοί διακήρυξαν «οτι όπως πασα ζωή υπόκειται εις αύξησιν και ανάπτυξιν, ούτω ο χριστιανισμός θεωρούμενος ως ζωή θεία δεν δύναται να παραμένει εις κατάστασιν στατικήν, αλλά ... να ωθή προς ανάπτυξιν»[7] κάτι που απορρίπτει η ορθόδοξος θεολογία, καθώς η «Παράδοσις...δεν επιδέχεται αυξομοίωσιν οιανδήποτε. Δυνάμεθα να ερμηνεύομεν ταύτην, ως και την Γραφήν, να διατυπώνομεν αυτή το σαφέστερον, ουδέποτε όμως και κατ'ουδένα λόγον επιτρέπεται να προσθέσομεν ή αφαιρέσομεν τι εξ αυτής, ως και επί της Γραφής»[8], όπως σημείωσαν οι Πατέρες της Εκκλησίας[9][10]. Όπως γράφει και ο Μ. Βασίλειος, η διδασκαλία της Εκκλησίας, "...ουχί μεταβολή εστίν εκ του χείρονος προς το βέλτιον, αλλά συμπλήρωσις του λείποντος κατά την προσθήκην της γνώσεως"[11].
Επάνω στο ζήτημα αυτό, σημειώνει ο καθ. Ιωάννης Καραβιδόπουλος: "Δεν είναι...σωστό να υπερτονίζεται η υπεροχή της Αγίας Γραφής έναντι της Εκκλησίας, ούτε από την άλλη πλευρά βρίσκει δικαίωση η έξαρση της απόλυτης εξουσίας της Εκκλησίας έναντι της Αγίας Γραφής. Υπερβολές προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση δημιούργησαν καταστάσεις ξένες προς την Ορθοδοξία κατά την ιστορική πορεία του Χριστιανισμού. Η πρώτη κατεύθυνση χαρακτηρίζει τον Προτεσταντισμό, η δεύτερη τον Ρωμαιοκαθολικισμό. Βέβαια, η Εκκλησία χωρίς την Αγία Γραφή μοιάζει με σκάφος χωρίς πηδάλιο, αλλά και η Αγία Γραφή χωρίς ή έξω από την Εκκλησία παραμένει ανερμήνευτη"[12].
Πρέπει να τονιστεί πως η Ιερά Παράδοση της εκκλησίας αποτελεί αλάθητη έκφραση των ενεργειών του Θεού, και δεν είναι διάφορη και ανεξάρτητη από την Αγία Γραφή, η οποία αποτελεί μέρος αυτής και καμμία αντίθεση δεν ενυπάρχει στη διδασκαλία τους. Στην πραγματικότητα μάλιστα, η "διάκριση Αγίας Γραφής και Παράδοσης ως δύο πηγών...του περιεχομένου της πίστης" είναι "συμβατική" καθώς "η Εκκλησία ποτέ δεν ξεχώρισε με τέτοια έμφαση αυτές τις δύο πηγές"[13]. Ορθότερα θα λέγαμε ότι "η Εκκλησία γνωρίζει μία παράδοση, που νοείται μονάχα σε ιστορική συνέχεια, οπότε και τα βιβλία της Αγίας Γραφής αποτελούν το πιο εκλεκτό, θα έλεγε κανείς, κομμάτι αυτής της παράδοσης"[14].
Ιστορικά, ο διαχωρισμός της Ιεράς Παραδόσεως σε δύο κομμάτια, Γραφή και Παράδοση, πηγάζει από την "Μεταρρύθμιση του Προτεσταντισμού, από το 16° αιώνα και εφεξής" που "εξαίροντας σχεδόν τη μοναδικότητα της Αγίας Γραφής (sola scriptura), ως πηγής του λόγου του Θεού, ανάγκασε τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία στη σύνοδο του Τριδέντου (1545-1563) να ανακηρύξει με έμφαση Αγία Γραφή και Παράδοση ως δύο Ισότιμες και Ισόκυρες πηγές του περιεχομένου της πίστης"[15]. Ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος θεωρεί τη διδασκαλία ως καρπό της παράδοσης, πράγμα που σημαίνει ότι "η παράδοση κάνει τις Επιστολές του, και όχι αυτές την παράδοση"[16]. Κατά συνέπεια, "η εκκλησιαστική κοινότητα και η παράδοσή της προηγούνται χρονικά από την καταγραφή των Ευαγγελίων, όπως φυσικά και των άλλων βιβλίων της Καινής Διαθήκης"[17].
"Συνεπώς η αγ. Γραφή και η Παράδοση συμπίπτουν ως προς την προέλευση και διαμόρφωση τους και περιέχονται η μία στην άλλη, είναι δηλ. ταυτόσημα μεγέθη"[18]. Όπως σημειώνει και ο καθηγ. Παν. Μπρατσιώτης: "Η Εκκλησία, η Βίβλος και η Παράδοσις είναι και μένουν εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν εις μίαν αδιαίρετον ενότητα"[19]. Αυτή την ενότητα Γραφής και Παραδόσεως ομολογεί και διατηρεί η μία Εκκλησία: «Οι Προφήται ως είδον, οι Απόστολοι ως εδίδαξαν, η Εκκλησία ως παρέλαβεν, οι Διδάσκαλοι ως εδογμάτισαν, η Οικουμένη ως συμπεφώνηκεν, η χάρις ως έλαμψεν, η αλήθεια ως αποδέδεικται...» (Συνοδικόν Ζ' Οικουμ. Συνόδου)"[20].
Σύμφωνα με την ερμηνεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, υπάρχουν στην Κ.Δ. αρκετά, σαφή χωρία[21], που καθιστούν ισότιμη την Ιερά Παράδοση και την Αγία Γραφή:
Όπως γράφει ο Άγ. Νεκτάριος: "διά των ειρημένων ο Απόστ. Παύλος συνιστά ισότιμον προς τον γραπτόν λόγον την ιεράν παράδοσιν"[22].
Την Ιερά Παράδοση οι Πατέρες της Εκκλησίας θεωρούν ως τον ασφαλή οδηγό για την ερμηνεία των Ιερών Γραφών, και απόλυτα αναγκαία για την κατανόηση των αληθειών που περιέχονται σ' αυτές[23]. Όπως αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ' Οικουμ. Συνόδου: "Ει τις πάσαν παράδοσιν εκκλησιαστικήν έγγραφον ή άγραφον αθετεί, ανάθεμα έστω"[24].
Η Ιερά παράδοση περιέχεται πρωτίστως στην Αγία Γραφή αλλά και σε άλλες πηγές όπως:
Η Αποστολική Διαδοχή στην εκκλησία αντικατοπτρίζει την αντικειμενική ή θεία όψη της. Η παράδοση της εκκλησίας αντικατοπτρίζει την υποκειμενική ή ανθρώπινη όψη της, δηλαδή τη συνέχεια της συνείδησης του μηνύματος το οποίο έχει ληφθεί και διαφυλάχτηκε από την κοινότητα[26]. Είναι χαρακτηριστικό πως κατά τον άγιο Ειρηναίο οι απόστολοι κατέθεσαν στην εκκλησία την πληρότητα της αλήθειας σαν σε ένα θησαυροφυλάκιο. Αυτή η κατάθεση όμως είναι μια ζωντανή κατάθεση που ανανεώνεται και ανακαινίζει το δοχείο (εκκλησία) το οποίο διαφυλάχτηκε και είναι αυτή που μαζί με την αποστολική διαδοχή ταυτοποιεί το μήνυμα της αλήθειας[27]. Γι αυτό και η παράδοση είναι μέσο και συντελεστής της ενότητας. Η παράδοση αυτή βέβαια δεν μπορεί απαραίτητα να νοηθεί ως ένα είδος τήρησης κάποιων πρακτικών, σαν ένα είδος αρχαιολογίας[28], ούτε σαν ένας αμετάβλητος τύπος, αλλά ως μία ζωντανή πίστη, ένα μήνυμα σωτηρίας σαφώς καθορισμένο και ακριβές[29]. Πρέπει να κατανοηθεί σαν μία ζωντανή δύναμη, σαν τη συνείδηση ενός ζωντανού οργανισμού μέσα στην οποία περιλαμβάνεται η προγενέστερη ζωή του. Η παράδοση είναι αδιάκοπη και ανεξάντλητη και δεν είναι μόνο παρελθόν, αλλά και το παρόν μέσα στο οποίο κατοικεί ήδη το μέλλον[30]. Εξου και η εμμονή στην παράδοση, δεν αποκλείει την εξέλιξη, που αντιθέτως ζει και αυξάνει. Εμμονή στην παράδοση επίσης δε σημαίνει ισχυρογνωμοσύνη στο παρελθόν ή ακόμα και το αποστολικό παρελθόν σαν μία ιδιαίτερη εποχή, αλλά πιστότητα στο αποστολικό μήνυμα[31].
Μόνος φύλακας της παράδοσης είναι η εκκλησία, διότι παράδοση είναι η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που αποκαλύπτει και ανανεώνει το μήνυμα που Αυτό κατέθεσε στην εκκλησία. Δεν είναι λοιπόν απλώς μια ιστορική αυθεντία ή η μαρτυρία του παρελθόντος, αλλά η εμπειρία της κοινότητας από την αποκάλυψη του Αγίου Πνεύματος. Κατά το Χωμιάκοφ "δεν είναι τα άτομα, ούτε ένα πλήθος ατόμων στους κόλπους της εκκλησίας που διαφυλάσσουν την παράδοση ή γράφουν τις Γραφές. Αλλά είναι το πνεύμα του Θεού που ζει σε όλο το σώμα της εκκλησίας...Για εκείνον που βρίσκεται εκτός της εκκλησίας, ούτε οι Γραφές, ούτε η παράδοση, ούτε τα έργα της εκκλησίας είναι καταληπτά"[32]. Ο άνθρωπος ζώντας μέσα στην εκκλησία μπορεί να αντιληφθεί την ενότητα των Γραφών και της παράδοσης της εκκλησίας. Την αντιλαμβάνεται διότι το Πνεύμα εμψυχώνει το σώμα της εκκλησίας. Η παράδοση τελικά είναι η ικανότητα της μαρτυρίας και της διακήρυξης των αληθειών της πίστης. Η Εκκλησία δεν έχει ανάγκη, για να δώσει την αληθινή μαρτυρία της, να θυμηθεί κάτι ή να στηριχτεί σε κάτι, αφού αυτή παρέχεται από την πληρότητα της διαρκούς εμπειρίας της, που αποτελεί το σώμα Εκείνου που είναι η Ζωή, η Οδός και η Αλήθεια[33]. Η Παράδοση είναι η ίδια η Εκκλησία στην καθολική της ύπαρξη, όπου το Άγιο Πνεύμα κατοικεί μόνιμα[34]. Είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, μία χαρισματική και όχι απλώς ιστορική αρχή. Αποτελεί δε το θεμελιώδες υπόστρωμα των μνημείων και των ιερών βιβλίων της, αφού αυτά αναπαράγουν το μήνυμα το οποίο απευθύνθηκε προς τους παραλήπτες[35]. Η Εκκλησία είναι αυτή που προηγείται της Καινής Διαθήκης, αφού μέσα στο πνευματικό κλίμα της γράφτηκε και αναγνωρίστηκε, αποτελώντας και αυτή καρπό του Αγίου Πνεύματος, όπως η όλη παράδοση της Εκκλησίας. Γι αυτό και δε δύναται να διαχωριστούν. Βεβαίως η Αγία Γραφή είναι η κύρια πηγή της χριστιανικής πίστης και διδασκαλίας, η οποία μαρτυρεί τη διδασκαλία που δόθηκε από την Εκκλησία υπό την διαρκή έμπνευση του Θεού[36]. H Γραφή όμως μένει "άφωνη" όταν αποσπασθεί από την Παράδοση[37].
Η αλήθεια στην εκκλησία δόθηκε μία φορά κατά την πεντηκοστή. Αυτό σημαίνει ότι η εκκλησία σήμερα δε γνωρίζει καλύτερα το Χριστό, από ότι τότε. Η κατανόηση αυτής της αλήθειας όμως είναι προοδευτική. Η ανάπτυξη λοιπόν της θεολογίας ανά εποχές, δεν έχει να κάνει με την περεταίρω κατανόηση της αλήθειας, αλλά με την μαρτυρία της εκκλησίας. Γι αυτό και η αυθεντία των δογματικών διατυπώσεων δεν εξαρτάται από τη χρονολογία τους, αλλά αποκλειστικά από τη συμφωνία τους προς τα αρχικά δεδομένα[38]. Η μαρτυρία της εκκλησίας με την πάροδο του χρόνου εκφράζεται σαφέστερα ή διατυπώνεται με ένα νέο λεξιλόγιο για την ίδια πραγματικότητα. Δεν πρόκειται λοιπόν για δογματική ανάπτυξη, διότι τα δόγματα δεν είναι θεωρητικά αξιώματα από τα οποία θα μπορούσαμε να εξαγάγουμε συμπεράσματα, αλλά είναι μαρτυρία, λογικό-λεκτικό σχήμα του μυστηρίου της πίστης[39]. Είναι προσαρμογή του λόγου στις απαιτήσεις τις αποκεκαλυμμένης αλήθειας για τη μεταβολή και μεταμόρφωση του νου. "Χωρίς αμφιβολία δεν ήταν παρά ένα διάγραμμα, ένα σχεδίασμα νέας σύνθεσης, προορισμένης μάλιστα να μείνει ημιτελής"[40]. Τα δόγματα λοιπόν είναι μέρος της διδασκαλίας της εκκλησίας, μέρος της παράδοσής της, της αποστολικότητας του μηνύματος και των Γραφών. Όλα αυτά ζουν και συνταιριάζουν σε μια αρμονική ενότητα αφού Μία είναι η πηγή τους. Ο Λόγος του Θεού. Η παράδοση λοιπόν είναι η λογική όψη της αποκάλυψης, μία αποκάλυψης που απαιτεί δύο συμμετέχοντες. Αυτόν που μιλά και αυτόν που ακούει, διότι δίχως τον δεύτερον δεν υφίσταται. Αυτός που ακούει εν προκειμένω είναι η Εκκλησία, που από μόνη της δεν είναι πηγή, αλλά το πλαίσιο που αποκαλύπτεται η πηγή[41] και διαφυλάσσεται και διακηρύσσεται από το όλο σώμα της, στην πληρότητά του.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό και τους αποστόλους. Σημείο έναρξης της θεωρείται η Πεντηκοστή με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος κατά το έτος 33 μ.Χ.., και συνεχίζει το έργο της, που είναι ο Ευαγγελισμός και η ένταξη του κόσμου στο Σώμα του Χριστού, με αδιάσπαστο και αναλλοίωτο τρόπο διαχρονικά μέχρι σήμερα. Είναι επίσης γνωστή (ιδιαίτερα στη σύγχρονη Δύση) ως Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία ή Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία. Ονομάζεται επίσης Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, μία, αγία, καθολική, και αποστολική Εκκλησία, Σώμα του Χριστού, Νύμφη του Χριστού, ή απλά Εκκλησία.
Συγκροτείται από το σύνολο των αυτοκέφαλων και αυτόνομων Χριστιανικών Εκκλησιών που διοικούνται με συλλογικό τρόπο από Συνόδους, σύμφωνα με το περιεχόμενο των αποφάσεων των Ορθοδόξων Οικουμενικών Συνόδων και παραμένουν σε πλήρη κοινωνία μεταξύ τους.
Τα πλέον αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά της Ορθοδοξίας είναι η πλούσια λειτουργική ζωή της και η αφοσίωσή της στην αποστολική παράδοση. Θεωρείται από τους Ορθόδοξους Χριστιανούς ότι η Εκκλησία τους έχει διατηρήσει την παράδοση και τη διαδοχή της αρχαίας Εκκλησίας στην πληρότητά της έναντι άλλων χριστιανικών ομολογιών, οι οποίες έχουν απομακρυνθεί από την κοινή εκκλησιαστική παράδοση των πρώτων 10 αιώνων. Σήμερα το άθροισμα των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπολογίζεται σε 300 περίπου εκατομμύρια Χριστιανούς που ακολουθούν την πίστη και τις πρακτικές που καθορίστηκαν από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Οι όροι ορθόδοξος - ορθοδοξία έχουν χρησιμοποιηθεί παραδοσιακά, στον ελληνόφωνο χριστιανικό κόσμο, προκειμένου να υποδείξουν τις κοινότητες, ή τα άτομα, που διατήρησαν την αληθινή πίστη (όπως καθορίζεται από τις Οικουμενικές Συνόδους), σε αντιδιαστολή με εκείνους που κηρύχτηκαν αιρετικοί. Ο επίσημος προσδιορισμός της Εκκλησίας στα λειτουργικά και κανονικά κείμενά της είναι "Ορθόδοξη Καθολική και Αποστολική Εκκλησία".
Αντίθετα προς το σύγχρονο τρόπο αναζήτησης της κάθε μορφής αλήθειας, που θεωρείται πως βρίσκει την πιο γνήσια έκφραση της στις νέες ανακαλύψεις και στην πρόοδο, στην αρχαιότητα γενικά αναζητούσαν την αλήθεια στο παλιό και το αρχέγονο. Κάθε τι που ήταν νέο, προξενούσε αμέσως την υποψία ως προς την αυθεντικότητα του και έτσι, μια διδασκαλία δεν μπορούσε να διεκδικήσει γνησιότητα και αλήθεια, αν δεν έπειθε για την αρχαία καταγωγή της. Στην περίπτωση του χριστιανισμού είναι πολύ χαρακτηριστική η άποψη του πλατωνικού φιλοσόφου του 2ου αι. μ.Χ., Κέλσου, που ήταν πολέμιος της χριστιανικής διδασκαλίας:
Ρωτάει λοιπόν ο Κέλσος, ποιον έχουν οι Χριστιανοί για αρχηγό και δάσκαλο των πατροπαράδοτων νόμων τους. Όσο κι αν ψάξουν λέει, δεν θα βρουν κανένα τέτοιο αρχαίο νομοθέτη και δάσκαλο. Έτσι, κατά τον Κέλσο, ο Χριστιανισμός δεν έχει την ταυτότητα της αρχέγονης παράδοσης, πράγμα που μας δείχνει πόσο σημαντικό ήταν το κριτήριο αυτό όχι μόνο για τους Χριστιανούς αλλά και για τους πολέμιους του. Ο νεωτερισμός, δεν μπορούσε να σχετίζεται με την ορθοδοξία και καθετί νέο ήταν ξένο προς την αλήθεια και θα έπρεπε να να συμπεριληφθεί στις νέες διδασκαλίες των αιρετικών.
Έτσι, στη διαμάχη Ορθοδοξίας και Αίρεσης τα κριτήρια ήταν και είναι ιστορικά. Η ορθοδοξία διεκδικούσε την αρχαιότητα πάντα, ακόμη και τις στιγμές που αφομοίωνε το ελληνικό περιβάλλον της κι αυτό είχε γίνει συνείδηση στην Εκκλησία και τους θεολόγους. Σε αυτή τη βάση, είναι εντυπωσιακή η αναφορά στην "Εκκλησιαστική Ιστορία" (1,4) του Ευσέβιου όπου κρίνει πως είναι αναγκαίο να αναφερθεί στην προϊστορία της ένσαρκης παρουσίας του Λόγου, για να μην νομίσουν κάποιοι ότι ο Χριστός και η διδασκαλία του είναι πράγματα νέα. Αυτή η διατύπωση θα δημιουργούσε το εύλογο ερώτημα, πώς είναι δυνατόν να μην είναι νέα η διδασκαλία του Ιησού; Όμως το νόημα των λεγομένων του Ευσέβιου είναι πως η διδασκαλία και το έργο του Χριστού στηρίζεται επάνω στην ίδια, αρχαία αλήθεια, η οποία όμως πραγματώνεται σε μια νέα φάση της ίδιας ιστορικής συνέχειας, στη φάση της σάρκωσης του Λόγου.
Η τοποθέτηση αυτή εστιάζει πάνω στο πραγματικό πρόβλημα των αιρέσεων στον αρχικό χριστιανισμό που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το πρόβλημα του "ιστορικού Ιησού". Ενώ για την αρχέγονη ορθοδοξία ο "ιστορικός Ιησούς" αποτελούσε κριτήριο ορθής πίστης, για τις "αιρετικές τάσεις" ήταν μια παραθεωρημένη θεολογική αντίληψη. Το πρόβλημα των αρχών του χριστιανισμού, ιδωμένο από τη σκοπιά της ιστορίας της διαμάχης της Ορθοδοξίας με τις αιρέσεις, είναι στην ουσία του, πρόβλημα της ανθρώπινης αδυναμίας να κατανοήσει σωστά και να βιώσει το μυστήριο που λέγεται "Ιησούς από τη Ναζαρέτ".
Ο Μ. Αθανάσιος επέκρινε με καυστικό τρόπο τους Αρειανούς όχι μόνο για τη θεολογική τους μέθοδο, αλλά και για την υποκριτική τους συμπεριφορά απέναντι στους άρχοντες από τους οποίους προσπαθούσαν να αποσπάσουν την προστασία. Έτσι όχι μόνο αρνούνται την ζωντανή παράδοση η οποία διατηρούσε την ορθή πίστη χωρίς ανάλογες ενέργειες, αλλά όπως λέει ο Μ. Αθανάσιος, οι Αρειανοί προσποιούνται ότι γράφουν και θεολογούν για τον Κύριο και Σωτήρα Χριστό, ενώ επιχειρούν να κάνουν τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο κύριο τους, ονομάζοντας τον αιώνιο βασιλιά, τη στιγμή που αρνούνται να ομολογήσουν την αϊδιότητα του Υιού του Θεού.
Με τον τρόπο αυτό, τα εκκλησιαστικά κριτήρια εντόπιζαν και εντοπίζουν, όχι μόνο το θεωρητικό πλάσμα αλλά και την ίδια τη νοθευμένη χριστιανική ζωή. Η γέννηση της αίρεσης εκτός από τον καθορισμό της με βάση τα πάθη, το συμφέρον, τη δίψα για γνώση και κυριαρχία, πραγματώνεται σε ένα ιστορικό πλαίσιο όπου απουσιάζει η ενότητα και η συνέχεια της ιστορίας, ενώ ταυτόχρονα, κυριαρχεί περισσότερο μια αποσπασματική θεωρητική σκέψη. Η αίρεση είχε και έχει αρχή τον ανθρώπινο παράγοντα και την ατομικότητα ενώ αυτή ακριβώς η αδυναμία δεν επιτρέπει τον χαρακτήρα της καθολικότητας της νέας διδασκαλίας.
Σε κάθε μία από τις ομάδες που προέκυψαν στην πορεία, ως παρακλάδια του ιστορικού χριστιανισμού, τα φαινόμενα είναι κοινά:
Σε μια τέτοια έκφραση αποσπασματικότητας, δεν είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις όπου η αιρετική σκέψη συγχέει την "ηθική καθαρότητα" με την Εκκλησία και πολλές φορές μάλιστα αιτιολογεί την ύπαρξή της με αυτόν ακριβώς τον παράγοντα, την αναζήτηση της "αρχέγονης καθαρότητας". Ποτέ όμως δεν αποτέλεσε προϋπόθεση της ύπαρξής της Εκκλησίας η ηθική καθαρότητα, αφού στην περίπτωση αυτή δεν θα υπήρχε καν "Εκκλησία" αφού δεν υπήρχε και δεν θα υπάρξει ιστορικά, "ηθική καθαρότητα" μέσα σε μία τρεπτή ανθρώπινη φύση. Έτσι, προϋπόθεση της Ορθοδοξίας δεν είναι η απουσία παθών και κοινωνικών επιρροών αλλά η μεταμόρφωσή τους, μέσα σε ένα ενιαίο και οργανωμένο τρόπο ζωής, όπου κυριαρχεί η ιστορική συνέχεια, τα αγαθά της παράδοσης και η δημιουργική σκέψη, ως όργανο εξυπηρέτησης συλλογικών και κοινωνικών λειτουργιών.
Ιστορικά, εύκολα διαπιστώνεται ότι κάθε αίρεση αποτελεί κάτι το μεμονωμένο, με μια θεωρητική κατοχύρωση τονισμένη στο έπακρο. Ενώ η Ορθόδοξη παράδοση, αβίαστα έμεινε στη θέση της κινούμενη ανάμεσα στον ιουδαϊσμό και στον ελληνισμό, αντίθετα, η αίρεση χαρακτηρίζεται είτε από την προσκόλληση στον ιουδαϊσμό ως "γνήσια αρχέγονη κοίτη" είτε από την επιρροή της από τον ελληνισμό με αυτούσιο δανεισμό θεωρητικών πλασμάτων. Ο αντιαιρετικός αγώνας επέμεινε στην ύπαρξη της μίας αρχής, ταυτόχρονα όμως επέμεινε στην ιστορική της συνέχεια. Η αρχή και η πηγή της Ορθοδοξίας δεν είναι κάποιο πρόσωπο, αλλά έρχεται κατευθείαν από την χαρισματική και ιστορική της επαφή με τον Θεό, ενώ οι δύο Διαθήκες διατυπώνουν τη μεταφυσική και την ιστορική αυτή ενότητα.
Επιγραμματικά, τα πιο αντιπροσωπευτικά κείμενα που προσδιόρισαν τις βασικές χριστολογικές δοξασίες στον αρχέγονο ορθόδοξο χώρο είναι:
Έτσι, κατά την πρωτοχριστιανική περίοδο, τα παραπάνω κείμενα χαρακτηρίζουν τις πιο ενδεικτικές θεολογικές τάσεις της Πρώτης Εκκλησίας: ο Ιησούς είναι Σοφία και Θείος Ανήρ. Περιγράφεται η θεϊκή του προέλευση και ο θεϊκός του χαρακτήρας και διατυπώνεται η πίστη στο Σταυρό και την Ανάσταση του Ιησού, η ενσάρκωση της παντοδυναμίας του Θεού στην αδυναμία του ανθρώπινου γένους. Ο Ιησούς είναι ο σταυρωθείς, ταφείς και αναστάς Χριστός και ταυτόχρονα ο ένας Θεός-Γιαχβέ και η θεολογία αυτή διαχωρίζει στη χριστιανική σκέψη τα κριτήρια της Ορθοδοξίας από αυτά της Αιρέσεως, μέχρι την παγίωση του Χριστιανικού δόγματος κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο της Νικαίας το 325. Εκεί, απλώς διατυπώθηκε, το ήδη εμπεδωμένο και διαρκώς διδασκόμενο δόγμα της Αγίας Τριάδας με το λεγόμενο Σύμβολο της Πίστεως, που αργότερα, με τη σύγκληση της Β' οικουμενικής συνόδου του 381, στην Κωνσταντινούπολη, έγινε το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως. Το αποσαφηνισμένο πλέον Τριαδικό Δόγμα, έχουν ως βάση οι κατοπινοί πατέρες και όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας ως σήμερα, επειδή εκφράζει το απόσταγμα της εκκλησιαστικής πείρας και ζωής όπως αυτό εκφράστηκε όχι μόνο μέσα από τη θεολογία των Γραφών αλλά και από τους πρώτους ακόμα πατέρες όπως ο Ιγνάτιος, ο Ιουστίνος, ο Αθηναγόρας, ο Ειρηναίος, ο Τερτυλλιανός κ.ά.
Ο Θεός Πατέρας είναι η πηγή της Αγίας Τριάδας. Οι Γραφές αποκαλύπτουν ότι ο Θεός έχει τρεις υποστάσεις - Πατέρας, Υιός, και Άγιο Πνεύμα – σε μία θεία φύση. Από τον Πατέρα γεννιέται ο Υιός άχρονα, πριν κάθε χρονικό σημείο (Ψαλμ.2,7, Β’Κορ.11,31). Το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται αιώνια από τον Πατέρα (Ιωάν.15,26). Ο Θεός Πατέρας δημιούργησε όλη την κτίση μέσω του Υιού - Λόγου, διά του Αγίου Πνεύματος (Γέν.1 και 2, Ιωαν.1,3, Πράξ.33,4), και οι άνθρωποι καλούνται να τον λατρέψουν (Ιωαν. 4,23). Η ουσία του Θεού δεν μπορεί να συλληφθεί, να καταληφθεί από τον ανθρώπινο νου. Έχοντας ως κύριο χαρακτηριστικό του την αγάπη, απέστειλε τον Υιό του για να σώσει το ανθρώπινο γένος προσφέροντας προς αυτό την αιώνια ζωή (Ιωαν.3,16).
Ο Ιησούς Χριστός είναι το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, γεννημένος από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων. Ενανθρωπίστηκε, και έτσι κατέστη τέλειος Θεός και τέλειος Άνθρωπος. Η έλευσή του στη γη προβλέφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη από τους Προφήτες.
Ο Υιός του Θεού έλαβε πλήρη ανθρώπινη φύση μέσω της Θεοτόκου Παρθένου Μαρίας.Ήταν και είναι Θείο πρόσωπο, κατέχοντας από το Θεό - Πατέρα την πληρότητα της θείας φύσης, και με την ενσάρκωσή του την ανθρώπινη φύση από την Παρθένο Μαρία. Έτσι ο Υιός είναι κάτοχος ατέρμονα δύο φύσεων σε ένα πρόσωπο. Απεριόριστος στη θεία φύση του, δέχτηκε εθελοντικά και πρόθυμα τον περιορισμό του στην ανθρωπότητα, όπου δοκίμασε την πείνα, τη δίψα, την κούραση - και τελικά, το θάνατο. Η Ενσάρκωση είναι το σημαντικότερο δόγμα της Ορθοδοξίας γιατί χωρίς αυτή δεν μπορεί να υπάρξει Χριστιανισμός. Η Καινή Διαθήκη αναφέρει, "καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι·" Α'Ιωαν.4,3. Με την ενσάρκωσή του, ο Λόγος εξαγόρασε την ανθρωπότητα από το κράτος της φθοράς και του θανάτου.
Το Άγιο πνεύμα είναι ένα από τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας και υφίσταται ομοούσιο με τον Πατέρα και τον Υιό. Οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί πιστεύουν τη βιβλική επαγγελία ότι το Άγιο Πνεύμα μεταδίδεται μέσω του Χρίσματος στο βάπτισμα (Πράξ.2,38). Η φύση της ορθόδοξης εκκλησίας κατανοείται ως Εκκλησία του τρισυπόστατου Θεού. Η Αγία Τριάδα είναι βάση και πηγή της ύπαρξης της Εκκλησίας και, υπό αυτήν την έννοια, η Εκκλησία είναι εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, ως ενότητα της ζωής μαζί του, μιας ζωής εξαρτημένης από Αυτόν και υπό την εξουσία του. Η ίδια ιδέα εκφράζεται όταν αποκαλείται η Εκκλησία νύφη του Χριστού ή του Λόγου. Οι σχέσεις μεταξύ της νύφης και του γαμπρού (νυμφίου), γινόμενες αντιληπτές στην άφθαρτη πληρότητά τους, συνιστούν μια τέλεια ενότητα ζωής, μια ενότητα που διαφυλλάσει το δεδομένο της διαφορετικότητάς τους: είναι μια ένωση δύο οντοτήτων, η οποία δεν διαλύεται από τη διττότητα ούτε απορροφάται από την ενότητα. Η Εκκλησία, αν και είναι σώμα Χριστού, δεν είναι ο Χριστός – ο Θεάνθρωπος- επειδή είναι μόνο η ανθρώπινη φύση του. Είναι, όμως, η εν Χριστώ και δια Χριστόν ζωή. Ο Χριστός δεν είναι μόνο ένα θείο πρόσωπο. Δεδομένου ότι η ύπαρξή του είναι αδιάσπαστη από αυτήν της Αγίας Τριάδας, είναι ομοούσια με αυτήν του Πατέρα και του Αγίου Πνεύματος. Εξ αυτού συνάγεται ότι η εν Χριστώ ζωή της Εκκλησίας είναι ζωή και εν Αγία Τριάδι. Το σώμα του Χριστού υφίσταται ως μέρος Του, και συνακόλουθα ως μέρος της Αγίας Τριάδας. Ο Χριστός είναι ο Υιός. Από αυτόν γνωρίζει ο πιστός τον Πατέρα, υιοθετείται από το Θεό, τον οποίο αποκαλεί "πατέρα του."
Η αγάπη του Θεού, η αγάπη του Πατέρα για τον Υιό και αυτή του Υιού για τον Πατέρα, δεν είναι ένα απλό χαρακτηριστικό μιας σχέσης. Κατέχει η ίδια αυτόνομη ύπαρξη, είναι υποστατική. Η αγάπη του Θεού είναι το Άγιο Πνεύμα, το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα στον Υιό. Ο Πατέρας φανερώνει την αγάπη του για το Υιό μέσω του Αγίου Πνεύματος, το οποίο αποτελεί την ενότητα της ζωής Πατέρα και Υιού. Και το ίδιο το Πνεύμα, που είναι η αγάπη των δύο Προσώπων, σύμφωνα με την ίδια τη φύση της αγάπης, άγει, την προσωπική του ύπαρξή έξω από τον Πατέρα και τον Υιό.
Η Εκκλησία, στην ιδιότητά της ως σώμα Χριστού, που ζει με τη ζωή του Χριστού, είναι εξ αυτού του γεγονότος η περιοχή όπου το Άγιο Πνεύμα υπάρχει και δρα. Η Εκκλησία είναι ζωή υπό το Άγιο Πνεύμα, επειδή είναι το σώμα του Χριστού.
Η ουσία αυτού του δόγματος αποκαλύπτεται στην ιστορική εκδήλωσή του. Η Εκκλησία είναι το έργο της Ενσάρκωσης του Χριστού, είναι η ίδια η Ενσάρκωση. Ο Θεός λαμβάνει για τον εαυτό του την ανθρώπινη φύση, και η ανθρώπινη φύση υπολαμβάνει τη θεότητα: είναι η θεοποίηση της ανθρώπινης φύσης, αποτέλεσμα της ένωσης των δύο φύσεων στο Χριστό. Αλλά την ίδια στιγμή το έργο της αφομοίωσης της ανθρωπότητας στο σώμα του Χριστού δεν ολοκληρώνεται δυνάμει της Ενσάρκωσης μόνο, ή ακόμα από την Ανάσταση. Αυτό το έργο χρειάστηκε την αποστολή του Αγίου Πνεύματος, την Πεντηκοστή, η οποία ήταν η πραγμάτωση της εκκλησίας. Το Άγιο Πνεύμα, υπό μορφή πύρινων γλωσσών, επισκέφθηκε τον κόσμο και στάθηκε πάνω στους Αποστόλους. Η κοινότητα των δώδεκα Αποστόλων με προκαθημένη τη Θεοτόκο, αντιπροσωπεύει το σύνολο της ανθρωπότητας. Οι πύρινες γλώσσες παρέμειναν στον κόσμο και διαμόρφωσαν το θησαυρό των δωρεών του Αγίου Πνεύματος που ενυπάρχουν στην Εκκλησία.
Σύμφωνα με τη διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας η παρούσα ζωή είναι ο δρόμος που οδηγεί στην αιωνιότητα: "η αγωνιζομένη Εκκλησία" που μετασχηματίζεται σε "θριαμβέυουσα Εκκλησία." Η εσχατολογία της Ορθοδοξίας δεν αφαιρεί την αξία της παρούσας ζωής, αλλά η αντίληψη της λαμβάνει μια νέα, ανώτερη αιτιολόγηση. Ο πρώιμος χριστιανισμός είναι μέτοχος ενός έντονου συναισθήματος του κοντινού και αναπόφευκτου τέλους. Εκείνη η προσδοκία του άμεσου τέλους εξαφανίζεται φυσικά κατά τη διάρκεια της ιστορίας. Αυτή η ιδέα έχει αντικατασταθεί από την προσδοκία της γρήγορης λήξης της επίγειας ζωής διά του θανάτου και της δίκαιης ανταπόδοσης των πεπραγμένων. Συγχρόνως έχει αναπτυχθεί στο Χριστιανισμό, και ειδικότερα στον ορθόδοξο κόσμο, μία ιδιάζουσα ευλάβεια για το θάνατο, που σε μερικά σημεία συγγενεύει με τις ιδέες της αρχαίας Αιγύπτου (γενικά υπάρχει κάποια "υπόγεια" σύνδεση μεταξύ αιγυπτιακής και ορθόδοξης ευσέβειας). Το νεκρό σώμα γίνεται αντιληπτό ως σπόρος της επερχόμενης ανάστασης (αναζωογόνησης), και το ίδιο το τελετουργικό του ενταφιασμού θεωρούμενο από ορισμένους αρχαίους συγγραφείς ως ένα μυστήριο, προσευχή για το νεκρό, εγκαθιστά μια σύνδεση μεταξύ αυτού και του άλλου κόσμου.
Η σωτηρία ξεκινά με τη Μετάνοια, το Βάπτισμα και τη λήψη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος διά του Χρίσματος. Η Μετάνοια προϋποθέτει την αλλαγή της αντίληψης του ανθρώπου για τη ζωή του, την εγκατάλειψη του παλαιού τρόπου ζωής και την εισδοχή σε ένα νέο με άξονα τη διδασκαλία του Ιησού. Το Βάπτισμα σημαίνει την νέκρωση του παλιού ανθρώπου και την αναγέννησή του απολαμβάνοντας την ενότητα με το Χριστό. Και το να λάβει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος συνίσταται στο να λάβει το Πνεύμα, το οποίο τον καθιστά ικανό να εισέλθει στη νέα εν Χριστώ ζωή, γαλουχούμενος μέσα στην Εκκλησία, ώστε να προσαρμοστεί στην εικόνα του Θεού.
Η σωτηρία απαιτεί πίστη στον Ιησού Χριστό. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να σωθούν από τις καλές πράξεις τους. Η σωτηρία είναι "πίστη εργαζόμενη μέσω της αγάπης." Είναι μια συνεχής, ισόβια διαδικασία. Δεδομένη, από τη μία πλευρά, γιατί εκχωρήθηκε στο ανθρώπινο γένος μέσω του θανάτου και της Ανάστασης του Ιησού. Πρέπει όμως να κατακτηθεί γιατί ο πιστός "σώζεται" από την ενεργό συμμετοχή του μέσω της πίστης του στην ένωσή του με το Χριστό διά του Αγίου Πνεύματος.
Ο τελευταίος στόχος του ορθόδοξου Χριστιανού είναι να επιτύχει τη θέωση, την ένωση με το Θεό, βασικό χαρακτηριστικό κορυφαίων αγίων μορφών της Εκκλησίας. Αυτό εκφράζεται μερικές φορές με το απόφθεγμα: "Ο Θεός έγινε άνθρωπος ώστε να μπορέσει ο άνθρωπος να γίνει Θεός."
Η δογματική τοποθέτηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας σχετικά με την χιλιετία που αναφέρει η Αποκάλυψη Ιωάννου (20:1-6) είναι αχιλιαστική. Ο Αχιλιασμός (νεώτερος όρος που επινοήθηκε για να χαρακτηρίσει αυτή τη διδασκαλία) διδάσκει ότι η Βασιλεία του Θεού δεν θα εδραιωθεί με φυσικό τρόπο στη γη μέσω κάποιας χιλιετούς επίγειας διακυβέρνησης, αλλά ότι
Πάντως κατά τους τέσσερις πρώτους αιώνες, ο Χιλιασμός ήταν διαδεδομένος σε Ανατολή και Δύση, παρότι ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, συζητώντας τις δικές του προ-χιλιαστικές απόψεις στο έργο του "Διάλογος με τον Εβραίο Τρύφωνα" στο κεφ. 110, παρατήρησε ότι αυτές δεν ήταν απαραίτητες στους Χριστιανούς:
"Παραδέχτηκα προηγουμένως ότι εγώ και πολλοί άλλοι είμαστε αυτής της γνώμης, και (πιστεύω) ότι κάτι τέτοιο θα λάβει χώρα, όπως βέβαια γνωρίζεις. Αλλά από την άλλη, σου κοινοποίησα ότι πολλοί που ανήκουν στην αγνή κι ευσεβή πίστη, και είναι αληθινοί Χριστιανοί, σκέφτονται αλλιώς".[1]
Αρκετές εκκλησιαστικές σύνοδοι αλλά και εξέχουσες φυσιογνωμίες του χριστιανικού χώρου, όπως ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, ο Ωριγένης, ο Ευσέβιος, και ιδιαίτερα ο Αυγουστίνος, κ.ά., ασχολήθηκαν με το χιλιασμό και την καταδίκη του. Τελικά ο Χιλιασμός καταδικάστηκε ως αίρεση τον 4ο αι. μ.Χ. από την Εκκλησία, η οποία στη Σύνοδο της Νικαίας συμπεριέλαβε στο "Σύμβολο της Πίστεως" τη φράση "οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος", ώστε να αποκλείσει την ιδέα μιας βασιλείας του Θεού που θα διαρκούσε κυριολεκτικώς για 1000 χρόνια. Παρά την πίστη μερικών συγγραφέων στον Χιλιασμό, επρόκειτο για μια περιορισμένη μειοψηφία μέσα στην σχεδόν καθολική καταδίκη του δόγματος αυτού. (Βλ. και λήμμα Χιλιασμός).
Η διδασκαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας προέρχεται από δύο πηγές: την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση, μέσω της οποίας προήλθε η Αγία Γραφή και διά μέσου της οποίας ερμηνεύεται.
Σε αντίθεση με τον Προτεσταντισμό, που στηρίζεται γενικά μόνο στην Αγία Γραφή ως αποκλειστική και έσχατη δογματική αρχή (sola scriptura) η Ορθοδοξία βασίζεται στην Ιερά Παράδοση, ένα ευρύ όρο που περιλαμβάνει τη Βίβλο, τα διατάγματα των επτά Οικουμενικών Συνόδων, τα κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας, καθώς επίσης τους ιερούς κανόνες των τοπικών Συνόδων, τα λειτουργικά κείμενα και άλλες πρωτοχριστιανικές ή νεότερες πηγές. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Παράδοση στηρίζεται στο λόγο του Παύλου: "Ἄρα οὖν, ἀδελφοί, στήκετε, καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις ἃς ἐδιδάχθητε εἴτε διὰ λόγου εἴτε δι' ἐπιστολῆς ἡμῶν." Β’Θεσ.2.15. Η Ορθόδοξη Εκκλησία πιστεύει ότι το Άγιο Πνεύμα εργάζεται μέσα στην ιστορία προκειμένου να αποκαλύψει την αλήθεια στα μέλη της Εκκλησίας, αναδεικνύοντας τη δογματική ορθότητα έναντι της πλάνης.
Όσον αφορά την Αγία Γραφή η Ορθοδοξία αποδέχεται ως ορθή ερμηνεία αυτή στην οποία υπάρχει συμφωνία των εκκλησιαστικών Πατέρων. Εδώ υφίσταται μία νοητή γραμμή, που ξεκινά από την Αποστολική Παράδοση και Γραμματεία και εξελίσσεται μέσω των Πατέρων αρχαίων, νεότερων και σύγχρονων (για τους Ορθοδόξους το Άγιο Πνεύμα, ως ακατάπαυστα δρών μέσα στην Εκκλησία, προσφέρει συνεχώς αυθεντικούς και φωτισμένους ερμηνευτές). Εκείνοι που διαφώνησαν με την κοινή πατερική γραμμή δεν έγιναν αποδεκτοί ως αυθεντικοί "Πατέρες." Όλες οι θεολογικές έννοιες πρέπει να είναι σύμφωνες με αυτή τη γραμμή ερμηνείας. Ακόμη και εκείνοι που θεωρούνται γνήσιοι Πατέρες μπορούν να έχουν μερικές μη κοινά αποδεκτές θεολογικές απόψεις (θεολογούμενες), που δεν είναι, μολαταύτα, πραγματικά αιρετικές. Κατά συνέπεια ένας ορθόδοξος Χριστιανός δεν είναι αναγκασμένος να συμφωνήσει με κάθε άποψη κάθε Πατέρα, αλλά μάλλον με τη γενική πατερική γραμμή, και έπειτα μόνο σχετικά με εκείνα τα θέματα για τα οποία η Εκκλησία έχει εκφέρει δογματικό λόγο.
Τα Ιερά Μυστήρια, οι αγιαστικές, δηλαδή, πράξεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας με τις οποίες μέσω ορατών σημείων μεταδίδεται η αόρατη χάρη του Αγίου Πνεύματος, δεν έχουν συγκεκριμένο αριθμό. Από αυτά όμως, ως βασικότερα, ξεχωρίζουν επτά, χωρισμένα σε δύο ομάδες, οι οποίες υποδιαιρούνται σε δύο υποομάδες η κάθε μία. Η πρώτη ομάδα περιλαμβάνει τα υποχρεωτικά Μυστήρια, σε αυτά που ο άνθρωπος οφείλει να συμμετέχει ώστε να νοείται ως μέλος της Εκκλησίας:
Μη επαναλαμβανόμενα
Βάπτισμα. Το Μυστήριο του Βαπτίσματος αποτελεί την είσοδο του ανθρώπου στην Εκκλησία. Με αυτό ο βαπτιζόμενος αποκαθαίρεται από το προπατορικό και κάθε προσωπικό αμάρτημα μέσω του νερού, το οποίο συμβολίζει το αίμα του Ιησού Χριστού. Η βύθιση στο νερό εικονίζει την είσοδο του πιστού στην Εκκλησία. Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια κοινή πρακτική ήταν η βάπτιση σε ώριμη ηλικία, αφού προηγουμένως γινόταν η κατήχηση, η διδασκαλία των αρχών της χριστιανικής πίστης. Αργότερα, λόγω του μεγάλου ποσοστού παιδικής θνησιμότητας, υιοθετήθηκε ο νηπιοβαπτισμός και αντί του βαπτιζόμενου βρέφους στην ομολογία πίστης προβαίνει ο ανάδοχος, συμβολή του οποίου είναι η ύστερη κατήχηση του νέου μέλους της Εκκλησίας.
Χρίσμα. Το Μυστήριο του Χρίσματος τελείται αμέσως μετά το Βάπτισμα με την επίχριση του βαπτιζόμενου με Άγιο Μύρο. Μέσω αυτού λαμβάνει τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Ως καθιέρωση του Μυστηρίου θεωρείται η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, με μορφή περιστεριού, επί της κεφαλής του Ιησού κατά την ημέρα της βάπτισής του από τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.
Πρακτική των Αποστόλων ήταν η τέλεση του Χρίσματος με επίθεση των χεριών τους πάνω στους πιστούς. Αργότερα η αύξηση των Χριστιανών, και η εκ τούτου αδυναμία των Αποστόλων να παρίστανται σε κάθε βάπτιση, τους οδήγησε να συμβουλεύσουν τους επισκόπους να αλείφουν τους πιστούς με λάδι. Οι επίσκοποι αγίαζαν το λάδι μετατρέποντάς το σε Άγιο Μύρο και το απέστελλαν στους κατά τόπους πρεσβυτέρους. Σήμερα η κάθε τοπική Εκκλησία κατασκευάζει σε ειδική τελετή Άγιο Μύρο. Η Εκκλησία της Ελλάδος σε ένδειξη σεβασμού το προμηθεύεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Επαναλαμβανόμενα
Θεία Ευχαριστία. Στη Θεία Ευχαριστία, Θεία Κοινωνία ή Μετάληψη τελείται ο καθαγιασμός των τίμιων δώρων, άρτου και οίνου, η μεταβολή τους σε Σώμα και Αίμα Χριστού και η μετάδοσή τους στους πιστούς. Είναι το μέγιστο των Μυστηρίων της Ορθόδοξης Εκκλησίας και αυτό που καθαγιάζει την κοινωνία των συμμετεχόντων υπαλλάσοντάς την σε Σώμα Χριστού. Πρώτος μυσταγωγός της Θείας Ευχαριστίας υπήρξε ο Ιησούς Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης, παραγγέλλοντας στους μαθητές του να την τελούν σε ανάμνησή του. Η τελετή του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας ονομάζεται Θεία Λειτουργία. Τα τέσσερα βασικότερα λειτουργικά κείμενα της Ορθόδοξης Εκκλησίας είναι α) η Λειτουργία του Ιακώβου του Αδελφοθέου β) η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου γ) η Λειτουργία του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου και δ) η Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Εξομολόγηση. Το Μυστήριο της Εξομολόγησης ή Μετάνοιας έχει ως βάση τα λόγια του Ιησού "᾿Αμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ." Ματθ.18,18 "ἄν τινων ἀφῆτε τὰς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς, ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται." Ιωαν.20.23 με τα οποία παραχώρησε τη χάρη της συγχώρησης των αμαρτιών στους Αποστόλους. Διά της αποστολικής διαδοχής, που υφίσταται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η χάρη αυτή μεταδόθηκε στους επισκόπους, οι οποίοι ορίζουν, με βάση την πνευματική τους επάρκεια, και πρεσβυτέρους για να τελούν την Εξομολόγηση. Βασική προϋπόθεση της συμμετοχής στο Μυστήριο της Εξομολόγησης είναι η ειλικρινής μετάνοια του ανθρώπου για την ανυπακοή στο θείο θέλημα. Στη Ορθοδοξία το Μυστήριο αυτό έχει ως σκοπό την αναγωγή του ανθρώπου στην αγαπητική του σχέση με το Θεό.
Η δεύτερη ομάδα των Ιερών Μυστηρίων περιλαμβάνει τα προαιρετικά Μυστήρια:
Μη επαναλαμβανόμενα
Ιερωσύνη. Η Ιερωσύνη ή Χειροτονία είναι το Μυστήριο, κατά το οποίο με την επίθεση των χεριών του επισκόπου στο χειροτονούμενο μεταδίδεται η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε αυτόν και του παρέχεται το δικαίωμα να ιερουργεί και να ποιμαίνει την Εκκλησία. Υπάρχουν τρεις τελετές χειροτονίας κατά τους βαθμούς ιερωσύνης α) Χειροτονία Διακόνου β) Χειροτονία Πρεσβυτέρου γ) Χειροτονία Επισκόπου. Η χειροτονία πρεσβυτέρου και διακόνου τελείται από έναν επίσκοπο ενώ για τη χειροτονία επισκόπου απαιτούνται τουλάχιστο δύο επίσκοποι.
Επαναλαμβανόμενα
Γάμος. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία το Μυστήριο του Γάμου υφίσταται ως πνευματική ένωση του άνδρα και της γυναίκας και ως σαρκική για τη διαιώνιση του ανθρώπινου γένους. Ο γάμος δεν αποτελεί κατ’ αρχή επαναλαμβανόμενο μυστήριο, θεωρούμενος αδιάλυτος. Η Εκκλησία, όμως, προκειμένου να διαφυλάξει τον άνθρωπο από χειρότερη διάπτωση και δρώντας κοινωνικά και "κατ’ οικονομίαν", θέσπισε τη λύση του γάμου καθώς και ειδική τελετή για δεύτερο γάμο, επιτρέποντας συνολικά την τέλεση τριών γάμων για τα μέλη της.
Ευχέλαιο. Το Μυστήριο του Ιερού Ευχελαίου εδράζεται σε δύο χωρία της Καινής Διαθήκης. Το πρώτο είναι από την επιστολή του Ιακώβου του Αδελφοθέου "ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ' αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου· καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ." Ιακ.5.14 και το δεύτερο από το Κατά Μάρκον Ευαγγέλιο "καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον." Μαρκ.6.13. Όπως γίνεται φανερό από τα παραπάνω σκοπός του Ευχελαίου είναι η ίαση οποιασδήποτε ασθένειας, ως διαταραχή της αρμονικής λειτουργίας του σώματος, που κατά την ορθόδοξη θεολογία οφείλεται σε πνευματικά αίτια και κυρίως στη διαταραχή των σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό.
Ο Χριστιανισμός διαδόθηκε αρχικά στο ελληνόφωνο ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ο Παύλος και οι άλλοι Απόστολοι ταξίδεψαν σε όλη την Αυτοκρατορία, ιδρύοντας Εκκλησίες σε σημαντικές πόλεις, με τις πρώτες χριστιανικές κοινότητες να εμφανίζονται στην Αντιόχεια, την Αλεξάνδρεια και την Ιερουσαλήμ, και έπειτα στα δύο πολιτικά κέντρα, αυτά της Ρώμης και της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης.
Η ορθόδοξη πίστη για την καθιέρωση αποστολικής διαδοχής διαδραμάτισε βασικό ρόλο στην άποψη της Εκκλησίας για το καθήκον της ως συνεχιστή της παράδοσης αυτής και υπερασπιστή της χριστιανικής κοινότητας. Οι συστηματικοί διωγμοί των Χριστιανών σταμάτησαν το 313 όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος εξέδωσε το Διάταγμα των Μεδιολάνων. Από εδώ και πέρα, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας άσκησε σε διάφορους βαθμούς την επιρροή του μέσα στην Εκκλησία. Αυτό περιλάμβανε τη σύγκληση Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων για την επίλυση θεολογικών διαφορών και την καθιέρωση του δόγματος της Εκκλησίας. Μερικές φορές Πατριάρχες (ιδιαίτερα της Κωνσταντινούπολης) καθαιρέθηκαν από Αυτοκράτορες, ιδιαίτερα όταν οι δεύτεροι συντάχθηκαν με τους εικονοκλάστες κατά τις εικονομαχικές έριδες του όγδοου και ένατου αιώνα.
Οι Οικουμενικές Σύνοδοι, που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ του 325 και του 787 μ.Χ., απέδωσαν για τους Ορθοδόξους την οριστική ερμηνεία του χριστιανικού δόγματος.
Ο Ορθόδοξος χριστιανικός πολιτισμός έφθασε στη χρυσή εποχή του κατά την περίοδο της ακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και συνέχισε να ακμάζει στη Ρωσία, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Πολυάριθμες αυτοκέφαλες Εκκλησίες δημιουργήθηκαν στην Ανατολική Ευρώπη και τις σλαβικές χώρες.
Ο Μέγας Κωνσταντίνος συγκάλεσε την πρώτη Οικουμενική Σύνοδο της Χριστιανικής Εκκλησίας στη Νίκαια της Βιθυνίας το 325. Εάν η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία επρόκειτο να γίνει μια χριστιανική αυτοκρατορία, ο Κωνσταντίνος επιθυμούσε να βασίζεται ακλόνητα στην ορθόδοξη πίστη και ήταν ευθύνη της Συνόδου της Νίκαιας να διαμορφώσει το περιεχόμενο αυτής της πίστης. Τίποτα δε θα μπορούσε να απεικονίσει ακριβέστερα τη νέα σχέση μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας από τα εξωτερικά χαρακτηριστικά αυτής της Συνόδου, στην οποία προήδρευσε ο Αυτοκράτορας. Η εν Νικαία ήταν η πρώτη των επτά Οικουμενικών Συνόδων, που και αυτές, όπως και η πόλη του Κωνσταντίνου, κατέχουν κεντρική θέση στην ιστορία της Ορθοδοξίας.
Η ζωή της Εκκλησίας κατά την πρωτοβυζαντινή και μέση βυζαντινή περίοδο κυριαρχείται από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Αυτές οι Σύνοδοι εκπλήρωσαν ένα διπλό στόχο. Κατ' αρχήν, ξεκαθάρισαν και διευθέτησαν την ορατή οργάνωση της Εκκλησίας, θεσμοθετώντας την Πενταρχία των παλαίφατων Πατριαρχείων και αποδίδοντάς τους τη θεσμική τους θέση. Αφετέρου καθόρισαν μια για πάντα τη διδασκαλία της Εκκλησίας επάνω στα θεμελιώδη δόγματα της χριστιανικής πίστης — Τριαδολογία και Χριστολογία. Όλοι οι Χριστιανοί συμφωνούν στην εκτίμηση αυτών των εννοιών ως "μυστηρίων" που βρίσκονται πέρα από την ανθρώπινες δυνατότητες έκφρασης και κατανόησης. Οι επίσκοποι, όταν συνέταξαν τους κανόνες των Συνόδων, δεν φαντάζονταν ότι είχαν εξηγήσει το μυστήριο, επιδίωξαν μόνο να αποκλείσουν ορισμένους λαθεμένους τρόπους εξήγησής του. Για να αποτρέψουν τους πιστούς από την παρέκκλιση στην πλάνη και την αίρεση, προστάτεψαν απαγορευτικά τα μυστήρια.
Οι συνομιλίες κατά τη διάρκεια των Συνόδων, ακόμα και όταν εμφανίζονται πολύ θεωρητικές και απόμακρες, εμπνέονταν από έναν πολύ πρακτικό σκοπό: τη σωτηρία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος, κατά τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, χωρίζεται από το Θεό εξ αιτίας της αμαρτίας, και δεν μπορεί μέσω των δικών του προσπαθειών να υπερκεράσει το εμπόδιο του χωρισμού, που η αμαρτωλότητά του έχει δημιουργήσει. Ο Θεός επομένως λαμβάνει την πρωτοβουλία: Γίνεται άνθρωπος και ανασταίνεται από τους νεκρούς, απαλλάσσοντας με αυτόν τον τρόπο την ανθρωπότητα από τη δουλεία της αμαρτίας και του θανάτου. Αυτό είναι το κεντρικό μήνυμα της χριστιανικής πίστης, και αυτό το μήνυμα της απολύτρωσης οι Σύνοδοι προσπάθησαν να προστατέψουν. Οι αιρέσεις ήταν επικίνδυνες και όφειλαν να καταδικαστούν, επειδή έφθειραν τη διδασκαλία της Καινής Διαθήκης, εγείροντας μία ερκάνη μεταξύ Θεού και ανθρώπου, και καθιστώντας έτσι αδύνατο για τον άνθρωπο να επιτύχει τη σωτηρία.
Αντικείμενο της μεγαλύτερης θρησκευτικής διαμάχης σε όλη τη διάρκεια της βυζαντινής ιστορίας υπήρξε η απόδοση τιμής προς τις ιερές εικόνες, εικόνες του Χριστού, της Θεοτόκου και των Αγίων, που βρίσκονταν στις εκκλησίες και σε ιδιωτικούς οίκους. Οι εικονοκλάστες ή εικονομάχοι αντιτίθεντο σε οποιαδήποτε μορφή θρησκευτικής τέχνης απεικόνιζε ανθρώπινα όντα ή το Θεό και απαιτούσαν την καταστροφή των εικόνων. Η αντίπαλη παράταξη των εικονολατρών υπεράσπιζε σθεναρά τη θέση των εικόνων στη ζωή της Εκκλησίας. Η διαμάχη δεν ήταν απλά μια σύγκρουση δύο διάφορων αντιλήψεων της χριστιανικής τέχνης αλλά και μία ευρύτερη αντίθεση σχετικά με την ανθρώπινη φύση του Ιησού και το νόημα της λύτρωσης του ανθρώπινου γένους.
Οι εικονοκλάστες πιθανότατα επηρεάστηκαν από εβραϊκές και μουσουλμανικές αντιλήψεις για τη θρησκευτική απεικόνιση, και είναι χαρακτηριστικό ότι τρία έτη πριν το πρώτο ξέσπασμα της εικονομαχίας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ο μουσουλμάνος χαλίφης Γιεζίντ διέταξε την αφαίρεση όλων των εικόνων από την επικράτειά του. Αλλά η εικονομαχία δεν εισήχθη απλά από το εξωτερικό. Μέσα στο χριστιανισμό υπήρχε πάντα μια ακραία συντηρητική προοπτική, η οποία καταδίκαζε τις εικόνες επειδή διέκρινε σε αυτές μία λανθάνουσα ειδωλολατρία. Όταν οι αυτοκράτορες της δυναστείας των Ισαύρων επιτέθηκαν στις εικόνες, βρήκαν αφθονία πηγών υποστήριξης εντός της εκκλησιαστικής γραμματείας. Χαρακτηριστική αυτής της συντηρητικής άποψης είναι η δράση του Αγίου Επιφανίου Σαλαμίνος (315 - 403), ο οποίος, όταν ανακάλυψε ένα ύφασμα με τη μορφή του Χριστού στην εκκλησία ενός χωριού της Παλαιστίνης, αγανακτισμένος το έσκισε. Αυτή η αντίληψη ήταν πάντα ισχυρή στη Μικρά Ασία και μερικοί υποστηρίζουν πως η απόρριψη των εικόνων ήταν μία ασιατική αντίδραση στο ελληνικό πνεύμα. Αλλά δύσκολα γίνεται αποδεκτή μια τέτοια άποψη. Περισσότερο τείνει να αντιμετωπιστεί ως ένα ρήγμα μέσα στην ελληνική παράδοση.
Οι εικονομαχικές έριδες, που διήρκεσαν περίπου 120 χρόνια χωρίζονται σε δύο φάσεις. Η πρώτη περίοδος ξεκινά το 726 όταν ο Αυτοκράτορας Λέων Γ’ άρχισε την επίθεσή του ενάντια στις εικόνες, και τελείωσε το 780 όταν η Αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία ανέστειλε τη δίωξη. Η θέσεις των εικονολατρών υποστηρίχτηκαν από την έβδομη Οικουμενική Σύνοδο το 787, η οποία έλαβε χώρα στη Νίκαια της Βιθυνίας. Η Σύνοδος διακήρυξε την απόδοση τιμής στο εικονιζόμενο πρόσωπο και τη διατήρηση των εικόνων με την περιβολή του ίδιου σεβασμού που απονέμονταν στο Ευαγγέλιο και το Σταυρό. Μια νέα επίθεση στις εικόνες άρχισε από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Ε' τον Αρμένιο στα 815 και συνεχίστηκε μέχρι τα 843 όταν επανεγκαταστάθηκαν οι εικόνες, αυτή τη φορά οριστικά, από μια άλλη Αυτοκράτειρα, τη Θεοδώρα. Η τελική ύψωση των ιερών εικόνων το 843 είναι γνωστή ως θρίαμβος της Ορθοδοξίας, και τιμάται την Κυριακή της Ορθοδοξίας, την πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Γεγονός ιδιαίτερης σπουδαιότητας για την Ορθόδοξη Εκκλησία υπήρξε η μεταστροφή των Σλάβων στο Χριστιανισμό με τη δράση των Θεσσαλονικέων αδελφών Κυρίλλου και Μεθοδίου. Η αποστολή τους εντάσσονταν στη γενικότερη ιεραποστολική προσπάθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φωτίου του Μεγάλου, που κατανοώντας τη δυναμική που θα προσέδιδε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ο προσεταιρισμός των βόρειων σλαβικών φυλών, εκπόνησε μία γενικότερη εκπολιτιστική προσπάθεια, χρησιμοποιώντας τους δύο αδελφούς, λόγω του ότι κατείχαν τη σλαβονική γλώσσα καθώς και αξιόλογη θεολογική μόρφωση.
Η αρχική τους προσέγγιση με τους Καυκάσιους Χαζάρους δεν απέδωσε αποτελέσματα οπότε και στράφηκαν στους Μοραβούς. Στη Μοραβία αρχικά αντιμετωπίστηκαν ευμενώς από τον πρίγκιπα Ροσιστλάβο και εκπόνησαν ένα νέο αλφάβητο βασισμένο στο ελληνικό, το Γλαγολιτικό ή Κυριλλικό, προκειμένου να μεταφράσουν στα σλαβικά έργα της χριστιανικής γραμματείας. Η δράση τους ενόχλησε τους Γερμανούς ιεραποστόλους και οδήγησε σε δίωξη τους και καταφυγή τους στη Ρώμη αποζητώντας την προστασία του Πάπα. Ο Πάπας τους δικαίωσε αλλά ο Κύριλλος, ήδη καταβεβλημένος, πέθανε στη Ρώμη και το βάρος της συνέχισης της ιεραποστολής μετατέθηκε στο Μεθόδιο. Ο Μεθόδιος, αφού χειροτονήθηκε επίσκοπος, επέστρεψε στη Μοραβία και δημιούργησε γύρω του μία ομάδα ιεραποστόλων, η οποία, όμως, μετά το θάνατό του (885) και παρά τη θέση του Επισκόπου Ρώμης υπέρ του εκδιώχθηκε από τη χώρα.
Συνεχιστής του έργου τους αναδείχτηκε ο Κλήμης Αχρίδος, του οποίου η δράση έφερε αποτέλεσμα στους Βουλγάρους με τη βάπτιση του ηγεμόνα τους Τσάρου Βόρις στα 869. Το 891 βαπτίζεται και ο ηγεμόνας των Σέρβων πρίγκιπας Μούτιμιρ, οπότε ταυτόχρονα το σερβικό κράτος μετατρέπεται σε χριστιανικό. Στη Ρωσία (τότε Κράτος των Ρως) ο Χριστιανισμός υιοθετήθηκε αρχικά από τη βασίλισσα Όλγα το 955, η πλέον όμως καθοριστική καμπή για τη χώρα ήταν η απόφαση του εγγονού της Όλγας, Μεγάλου Πρίγκιπα Βλαδίμηρου του Κιέβου, για θεσμοθέτηση της χριστιανικής ομολογίας ως επίσημης θρησκείας του κράτους το 988, επηρεασμένος από την άποψη μεγαλείου, που του μετέφεραν οι απεσταλμένοι του από την Κωνσταντινούπολη.
Η βουλγαρική Εκκλησία αναγνωρίστηκε ως Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη το 945, η σερβική το 1346 και η ρωσική το 1589.
Κύριο άρθρο Σχίσμα του 1054
Το σχίσμα των Εκκλησιών ανατολής και δύσης ήταν αποτέλεσμα μίας μακράς σειράς επεισοδίων, που ως κατάληξη είχαν την ανταλλαγή αναθεμάτων μεταξύ του Πατριάρχη Μιχαήλ Η' Κηρουλάριου και του Πάπας Λέοντος ΙΕ' το 1054.
Το παλαιό δυτικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είχε περιέλθει οριστικά στους Φράγκους, οι οποίοι από την εποχή του Καρλομάγνου κατέβαλαν προσπάθειες εκφραγκισμού της Ρωμαϊκής Πατριαρχικής Έδρας. Η προσπάθεια αυτή κατέληξε στην παύση εκλογής ρωμαϊκής καταγωγής Παπών και την ανάληψη του Θρόνου από Φράγκους επισκόπους. Η θεολογική σκέψη των Φράγκων καθοδηγούνταν από τις αρχές περί διττής εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και μη αποδοχής των αποφάσεων της Ζ' Οικουμενικής Συνόδου, όπως αυτές είχαν περάσει από τις Συνόδους του Καρλομάγνου. Η μνημόνευση του Επισκόπου Ρώμης στα δίπτυχα των άλλων εκκλησιών φαίνεται να διακόπτεται από την εκλογή στη θέση αυτή του Σεργίου Δ’, όταν αυτός περιέλαβε στην ενθρονιστήρια συστατική του επιστολή το Filioque.
Η αλλαγή της κυριαρχίας στη Ρωμαϊκή Έδρα έφερε στην επιφάνεια διαφορές στη θεολογική κατανόηση λεπτών δογματικών θεμάτων, την έννοια της παράδοσης, τη λειτουργική πρακτική αλλά και πολιτικές αντιπαραθέσεις με βαθύτερο σκοπό την επικυριαρχία στους σλαβογενείς λαούς. Μετά από πολλά προειδοποιητικά συμπτώματα, η τελική ρήξη ήρθε το 1054, όταν αντηλάγησαν οι αφορισμοί μεταξύ των δύο προκαθημένων. Είχαν υπάρξει αμοιβαίοι αφορισμοί και στο παρελθόν αλλά δεν είχαν οδηγήσει ποτέ σε μόνιμα σχίσματα. Προϊόντος του χρόνου φάνηκαν κάποιες δυνατότητες συμφιλίωσης, αλλά το ρήγμα διευρύνθηκε όταν οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Ρωμαϊκού βασιλείου και έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, την Κωνσταντινούπολη το 1204 αλλά και όταν εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική αδυναμία της Αυτοκρατορίας προσπάθησαν να τη σύρουν σε μία εκκλησιαστική ένωση με ταπεινωτικούς όρους όπως στις Συνόδους της Λυώνος (1274) και της Φερράρας - Φλωρεντίας (1439).
Η οριστική κατάκτηση της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους Οθωμανούς, με την άλωση της Κωνσταντινούπολης στα 1453, οδήγησε όλο τον ορθόδοξο χριστιανικό κόσμο των Βαλκανίων και της Ανατολής υπό την κυριαρχία ενός αλλόθρησκου εξουσιαστή. Από αυτή τη μοίρα διέφυγε μόνο η Ρωσική Αυτοκρατορία, η οποία σε αυτή την περίοδο, λόγω της υψηλής πνευματικότητας που αναπτύσσεται από μεγάλες εκκλησιαστικές και λογοτεχνικές μορφές θα ονομαστεί Αγία Ρωσία.
Οι Οθωμανοί, εντούτοις, σύμφωνα με τη διδασκαλία του Κορανίου, κατέτασσαν τους Χριστιανούς, όπως και τους Ιουδαίους, στις θρησκείες της Βίβλου, θρησκείες δηλαδή αληθινές αλλά ατελείς. Αυτό παρείχε στους Χριστιανούς κάποια δικαιώματα. Συνεπώς, υπό τον όρο ότι Χριστιανοί υπόκειντο στην εξουσία του χαλιφάτου και της μουσουλμανικής πολιτικής κυβέρνησης και καταβάλλοντας τους δεδομένους φόρους, απελάμβαναν σχετική θρησκευτική ανοχή. Στην πραγματικότητα, οι Χριστιανοί μεταβλήθηκαν σε ιδιαίτερη κοινότητα - μιλιέτ, το Ρουμ μιλιέτ ή Ρωμαϊκό γένος, που υπό την κυριαρχία του Ισλάμ απελάμβανε μία ορισμένη εσωτερική αυτονομία.
Τον Ιανουάριο του 1454 ο Σουλτάνος επέτρεψε την εκλογή νέου Οικουμενικού Πατριάρχη, που επρόκειτο να γίνει ηγέτης – Γενάρχης ολόκληρου του χριστιανικού πληθυσμού, με δικαιώματα διαχείρισης της φορολογίας και δράσης ως δικαστικής αρχής για όλους τους Χριστιανούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (ως συνέπεια της μη διάκρισης του Κορανίου σε φυλές αλλά σε θρησκείες). Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του νέου συστήματος, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως έλαβε αυξημένα προνόμια και η αρμοδιότητά του επεκτάθηκε και γεωγραφικά και ουσιαστικά: αφ' ενός, μέσω των προνομίων που του χορηγήθηκαν από το Σουλτάνο, θα μπορούσε ουσιαστικά να αγνοήσει τους άλλους ορθόδοξους Πατριάρχες, και, αφ' ετέρου, η δύναμή του έπαψε να είναι καθαρώς κανονική και πνευματική, γενόμενη επίσης και πολιτική. Για τους υπόδουλους Έλληνες, εμφανίστηκε όχι μόνο ως διάδοχος των βυζαντινών Πατριαρχών αλλά και ως κληρονόμος των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων. Για τους Οθωμανούς, ήταν ο ανώτερος και άμεσα υπόλογος διοικητής του Ρουμ μιλιέτ.
Στην πραγματικότητα όλα αυτά τα δικαιώματα και τα προνόμια, συμπεριλαμβανομένης της ελευθερίας της λατρείας και της θρησκευτικής οργάνωσης, σπάνια αντιστοιχούσαν στην πραγματικότητα. Τα νομικά προνόμια του Πατριάρχη και της Εκκλησίας εξαρτώντο, ουσιαστικά, από τη διάθεση και τον οίκτο του Σουλτάνου και της Υψηλής Πύλης, ενώ όλοι οι Χριστιανοί αντιμετωπίζονταν ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Υπήρχαν συχνά μαζικές διώξεις Χριστιανών, το περίφημο παιδομάζωμα, απαγόρευση ανέγερσης ή συντήρησης ναών καθώς και ύπαρξης κωδωνοστασίων.
Η ένωση της Φλωρεντίας, ήδη καταδικασμένη από τη λαϊκή πλειονοψηφία των Ορθοδόξων, πέρασε σε οριστική αχρησία με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και την ανάδειξη Πατριαρχών από την ανθενωτική μερίδα. Το 1484 η Πατριαρχική Σύνοδος την καταδίκασε και επίσημα. Όμως ούτε ο Σουλτάνος δεν ήταν ευνοϊκός στη συνέχιση των πολιτικών δεσμών με τη δυτική χριστιανοσύνη, φοβούμενος πιθανή σταυροφορία για την απελευθέρωση των χριστιανών υπηκόων του. Πλέον ο πνευματικός διάλογος με τη δύση έγινε αδύνατος και σε αυτό οφείλεται η απουσία της Ορθοδοξίας από σημαντικές εκκλησιαστικές και πνευματικές κινήσεις της περιόδου. Μέσω της λειτουργικής λατρείας και της παραδοσιακής πνευματικότητας των μοναστηριών, η ορθόδοξη πίστη συντηρήθηκε στην παλαιά ρωμαϊκή επικράτεια. Όσο αφορά την ευρύτερη εκκλησιαστική παιδεία και διανόηση ξεχωρίζουν λαϊκοί ιεροκήρυκες όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός αλλά και συγγραφείς όπως ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και Πατριάρχες σαν το διαφωτιστή Κύριλλο Λούκαρη.
Ο εθνικισμός, που αναπτύχθηκε ως κίνημα τον 18ο αιώνα, επηρέασε και την τουρκοκρατούμενη βαλκανική χερσόνησο με την αρχική διεκδίκηση εκκλησιαστικής αυτονομίας των εθνοτήτων από το εκκλησιαστικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Στη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής όλες οι παλαιές αυτοκέφαλες εκκλησίες, αποδυναμωμένες, είχαν μετατραπεί σε Μητροπόλεις υπαγόμενες στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Επιπλέον εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όλες οι χριστιανικές βαλκανικές φυλές έτειναν να εξελληνισθούν (εκρωμαϊσθούν), τουλάχιστον σε επίπεδο γλώσσας και παιδείας, αλλά και ευρύτερα με παραδείγματα εθνικών κοινοτήτων πλήρως εξελληνισμένων.
Αυτή η τάση εξελληνισμού και απώλειας της εθνικής συνείδησης οδήγησε ορισμένους λόγιους να εκινήσουν προσπάθειες εθνικής αφύπνισης των μη ελληνικών εθνοτικών ομάδων της αυτοκρατορίας. Παράδειγμα αυτής της κίνησης είναι η δράση του Βούλγαρου μοναχού Παϊσίου Χιλανδαρινού, ο οποίος στα 1762 συνέγραψε τη "Σλαβοβουλγαρική Ιστορία", προσπαθώντας να δώσει ένα ιστορικό σύγγραμμα στο βουλγαρικό λαό προκειμένου να τονίσει την ιστορικότητά του και την εθνική του αυθυπαρξία.
Η Ελληνική Επανάσταση του 1821 και η συνακόλουθη δημιουργία ελληνικού κράτους δημιούργησε το ερώτημα για την εκκλησιαστική διοίκησή του. Η πλέον προβεβλημένη άποψη ήταν αυτή της απόδοσης αυτοκεφαλίας στην ελλαδική Εκκλησία, σκέψη που προκαλούσε την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ως κύριος εκφραστής της ιδέας της αυτοκεφαλίας προέβαλλε ο λόγιος κληρικός Θεόκλητος Φαρμακίδης, του οποίου τις απόψεις υιοθετώντας η Αντιβασιλεία προέβη στην ανακήρυξη της Εκκλησίας της Ελλάδος ως αυτοκέφαλης το 1833. Η πράξη αυτή καταδικάστηκε από το Φανάρι κηρύσωντας σχισματική την ελλαδική σύνοδο. Τελικά το 1850 το Οικουμενικό Πατριαρχείο, θεωρώντας ως αντικανονική την προηγούμενη κατάσταση, απέδωσε με ειδικό Τόμο στην Εκκλησία της Ελλάδος το αυτοκέφαλο.
Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα οξυνόταν και η διεκδίκηση άλλων λαών για εκκλησιαστική αυτονομία. Ειδικότερα τις δεκαετίες 1840 και 1850 τα κινήματα των Βουλγάρων εθνικιστών προβάλλουν έντονα αυτό το αίτημα με διάφορες προσπάθειες, που θα καταλήξουν στην ίδρυση, με απόφαση του Σουλτάνου, της Βουλγαρικής Εξαρχίας στα 1870 ως αντιπάλου δέους στον Οικουμενικό Θρόνο.
Η προσυλητιστική δράση της Βουλγαρικής Εξαρχίας προς ελληνόφωνους και σλαβόφωνους πληθυσμούς οδήγησε στον αφορισμό της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τη σύγκληση Μείζονος Συνόδου το 1872, η οποία καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση εντός της Εκκλησίας. Βασικό χαρακτηριστικό των εκκλησιαστικών κινημάτων του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα ήταν η σύνδεσή τους με αλυτρωτικές εθνικές βλέψεις. Το βουλγαρικό σχίσμα θα λήξει το 1946 με αίτηση συγχωρήσεως των Βουλγάρων προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο και απόδοση κανονικής αυτοκεφαλίας.
Με πιο ανώδυνο τρόπο και τα άλλα βαλκανικά έθνη, που ήδη είχαν συγκροτήσει ανεξάρτητα κράτη, εισήλθαν στο καθεστώς της αυτοκέφαλης εκκλησιαστικής διοίκησης. Έτσι στα 1879 εκδόθηκε Πατριαρχικός Τόμος για την Εκκλησία της Σερβίας, στα 1885 για την Εκκλησία της Ρουμανίας, στα 1924 για την πολωνική Εκκλησία και στα 1937 για την Εκκλησία της Αλβανίας.
Η πορεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στον 20ο αιώνα επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από την άνοδο και την πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στη Ρωσική Αυτοκρατορία και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης.
Η αρνητική θέση των ολοκληρωτικών σοσιαλιστικών κυβερνήσεων έναντι της θρησκείας έφερε τις κατά τόπους Εκκλησίες σε θέση διωκομένου περιορίζοντας την ποιμαντική τους δράση, αποκόπτοντας μεγάλα τμήματα του λαού από τις τάξεις τους μέσω των κατασταλτικών μηχανισμών, της αντιθρησκευτικής νομοθεσίας και της προπαγάνδας ενώ στο σύνολό τους αυτές οι κυβερνήσεις προέβησαν σε κλιμακούμενης έντασης διώξεις των λειτουργών των Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Από τα πρώτα χρόνια της ύπαρξης της Ε.Σ.Σ.Δ. η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρήθηκε σαν θεσμός στήριξης του παλαιού μοναρχικού καθεστώτος και αντίθετος με τις αρχές του μαρξιστικού κράτους. Έως και την κήρυξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Εκκλησία της Ρωσίας και των άλλων σοβιετικών δημοκρατιών υπέστη σφοδρή πολεμική, η οποία εντάθηκε την περίοδο της κυριαρχίας του Ιωσήφ Στάλιν.
Οι εκτοπίσεις, οι εκτελέσεις, οι εγκλεισμοί σε ψυχιατρικές κλινικές Ορθοδόξων ιερέων και ιεραρχών εντάσσονταν στη συνήθη πρακτική του προπολεμικού σοβιετικού καθεστώτος. Ακόμη συχνά φαινόμενα ήταν το κλείσιμο, η καταστροφή και η αλλαγή της χρήσης Ι. Ναών.
Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτέλεσε σημείο καμπής στη σχέση της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας με το σοβιετικό κράτος. Η βοήθεια, που προσέφερε η Εκκλησία στην αμυντική προσπάθεια της Ε.Σ.Σ.Δ. είχε ως αποτέλεσμα τη χαλάρωση της κρατικής πολεμικής εναντίον της. Αν και μέχρι τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης ο κρατικός μηχανισμός διατηρούσε αρνητική στάση απέναντι στην Εκκλησία και γενικότερα στην έκφραση θρησκευτικότητας, η οργανωτική δομή του Πατριαρχείου Μόσχας ενισχύθηκε με σκοπό την προς τα έξω ανάδειξη της θρησκευτικής ανεκτικότητας αλλά και τη χρησιμοποίησή του ως αντίβαρου στην ενίσχυση από τη δυτική συμμαχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η επικράτηση ολοκληρωτικών καθεστώτων σοβιετικού τύπου στα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης οδήγησε σε παρόμοιες μορφές διώξεων με αυτές που υπέστη η Εκκλησία στην Ε.Σ.Σ.Δ. και τις άλλες ομόδοξες τοπικές Εκκλησίες.
Στη χειρότερη θέση βρέθηκε η Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας. Οι παρεμβάσεις του αλβανικού κράτους οδήγησαν σταδιακά στην εξάρθρωση του εκκλησιαστικού οργανισμού με μαζικές φυλακίσεις και εκτοπίσεις στελεχών του. Ειδικότερα από το 1967, όταν με συνταγματική ρήτρα στη Λαϊκή Δημοκρατία της Αλβανίας απαγορεύθηκε η οποιαδήποτε έκφραση θρησκευτικής πίστης και λατρείας, δημοσίας ή ιδιωτικής, οι διώξεις έλαβαν μορφή εντατική οδηγώντας έως το 1990 σε διάλυση και αφανισμό κάθε πρότερη οργανωμένη εκκλησιαστική παρουσία.
Η πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού στις αρχές τις δεκαετίας του 1990 έδωσε νέα δυναμική στις Ορθόδοξες Εκκλησίες των ανατολικών χωρών και τις επανέφερε στο κέντρο της κοινωνικής ζωής από το αναγκαστικό περιθώριο.
Ένα πρόσθετο πρόβλημα, που προέκυψε από την παραμονή των Ορθοδόξων Εκκλησιών υπό κομμουνιστικά καθεστώτα ήταν η δημιουργία εκκλησιαστικών διοικήσεων της διασποράς με μέλη πολίτες, που βρέθηκαν εκτός των χωρών τους σε αντίδραση προς την εκεί πολιτική κατάσταση. Η έλλειψη κοινής διοικητικής υπαγωγής αυτών των οργανισμών προκάλεσε διάφορα προβλήματα κανονικής κυρίως φύσης. Στη μετακομμουνιστική εποχή γίνονται κινήσεις προσέγγισης με σκοπό την υπαγωγή των εκκλησιαστικών οργανισμών της διασποράς σε κανονικές διοικήσεις τοπικών Εκκλησιών και Πατριαρχείων.
Μέσα στον 20ο αιώνα αναπτύχθηκε και η Οικουμενική Κίνηση, η προσπάθεια διαλόγου δηλαδή μεταξύ των χριστιανικών ομολογιών. Η Ορθόδοξη Εκκλησία μετείχε στην Οικουμενική Κίνηση από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της και συντέλεσε στη διάπλαση και περαιτέρω εξέλιξή της. Άλλωστε η Ορθόδοξη Εκκλησία θεώρησε πως εξαιτίας του οικουμενικού πνεύματος που τη διακρίνει, κατά τη διάρκεια της ιστορίας, πάντοτε αγωνίστηκε για την αποκατάσταση της χριστιανικής ενότητας. Γι’ αυτό και η ορθόδοξη συμμετοχή στην Οικουμενική Κίνηση δε λογίστηκε καθόλου ξένη προς τη φύση και την ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά αποτελεσε για αυτήν έκφραση της αρχαίας αποστολικής πίστης μέσα σε νέες ιστορικές συνθήκες και την αντιμετώπιση νέων υπαρξιακών αιτημάτων.
Πρότυπο:Σημερινοί Ορθόδοξοι Προκαθήμενοι
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει χρησιμοποιήσει ή έχει αναφερθεί με τα εξής ονόματα:
Πρωτοχριστιανισμός και Ορθοδοξία
Επισκοπήσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας
Με τον όρο Δογματική, προσδιορίζουμε το γνωστικό αντικείμενο του συστηματικού κλάδου της Θεολογίας, το οποίο εξετάζει και παρουσιάζει με συστηματικό τρόπο όλες τις αλήθειες της πίστεως, οι οποίες αποκαλύφθηκαν από τον Τριαδικό Θεό στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, φυλάσσονται από την Εκκλησία και διδάσκονται από αυτήν[1][2].
Η Δογματική, οφείλει το όνομα της στον Βικέντιο Δαμοδό[3], ο οποίος εισήγαγε στον ελληνικό χώρο τον όρο Δογματική Θεολογία, προσθέτωντας ότι "Δογματική είναι εκείνη η οποία αληθινά είναι η θεολογία, η οποία δηλαδή εξετάζει τα περί πίστεως και τα δόγματα, όπου φυλάττει η Εκκλησία"[4].
Η Δογματική Θεολογία, ως έννοια που διατηρεί απόσταση από τον δογματισμό, οφείλει όχι μόνο να γνωρίζεται αλλά και να βιώνεται ώστε να μην καταντά ιδεολογία. Ο Κλήμης Αλεξανδρείας, ο Θεοδώρητος, ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος, διαρκώς επαναλαμβάνουν ότι "ούτε η γνώσις άνευ πίστεως, ούτε η πίστις ανευ γνώσεως", το οποίο σημαίνει ότι το λογικό του ανθρώπου δεν υποδουλώνεται στην πίστη, αλλά αντιθέτως, "διά της βιώσεως του περιεχομένου της πίστεως σχηματίζει...περί αυτού αδίστακτον βεβαιότητα"[5]. Επιπλέον, η απουσία δογματισμού από την Δογματική Θεολογία οφείλει να οδηγεί στην αναγνώριση ότι, η αποκεκαλυμμένη θεία αλήθεια η οποία αποτελεί και το αντικείμενό της, δεν μπορεί να αποτελεί μια στατική πραγματικότητα, αλλά ως ζωή και βίωμα, βρίσκεται σε συνεχή κίνηση ως προς τον τρόπο κατανόησης και εξοικείωσης της από την μεριά του πιστού[6].
Θα ήταν χρήσιμο, εξαρχής να αποσαφηνιστεί ότι η Δογματική δεν έχει σχέση με την έννοια του Δογματισμού. Ο δογματισμός δηλώνει ιδεοληψία, και είναι μια εκτροπή η οποία μπορεί να σχετίζεται με οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης ζωής και λειτουργίας, όπως με την επιστήμη ή την πολιτική[7]. Στον τομέα της Θεολογίας, ο δογματισμός έχει ασφαλώς αρνητικό περιεχόμενο και εκδηλώσεις του αφορούν τον φονταμενταλισμό, τον φανατισμό, τον ευσεβισμό, τη μετατροπή της Εκκλησίας σε σωματειακές κοινότητες ή σε πολιτικοθρησκευτικό κίνημα[8]. Η δογματική θεολογία της Εκκλησίας είναι ελεύθερη αποδοχή και ζωντανό βίωμα, και όχι ιδεοληψία, άρα οφείλει να χρησιμοποιεί την πειθώ[9]. Βεβαίως, κάθε συντηρητικός ή αγωνιστικός πιστός, δεν πρέπει να θεωρείται δογματικός· θα μπορούσαμε χαρακτηριστικά να πούμε ότι ο μεν, είναι έτοιμος να θυσιαστεί από αγάπη για τους άλλους και για την πίστη του, ενώ ο δε, προτιμά να θυσιάζει τους άλλους στο βωμό της ιδεολογίας του[10].
Αυτονόητο θα πρέπει να θεωρείται το γεγονός ότι η Δογματική της Ορθόδοξης Εκκλησίας έχει διαφορετικό περιεχόμενο από εκείνη του Ρωμαιοκαθολικισμού, ο οποίος διεύρυνε μονομερώς την Ιερά Παράδοση και εισήγαγε νέα δόγματα και διδασκαλίες, όσο και από εκείνη του Προτεσταντισμού, ο οποίος απέρριψε την Ιερά Παράδοση ως πηγή της δογματικής του και εκ τούτου οδηγήθηκε σε "νεωτερισμούς και πολλάς ετεροδιδασκαλίας"[11].
Στα πλαίσια αυτά, το περιεχόμενο της Ορθόδοξης Δογματικής εκτίθεται κατά το εξής Πατερικό σχήμα[12]:
Ένα από τα σπουδαιότερα σημεία που πρέπει να κατανοηθούν, είναι ότι η Δογματική δεν ψάχνει για την αλήθεια. Η εξ αποκαλύψεως αλήθεια υπάρχει και βιώνεται πριν ακόμη η Δογματική αρχίσει το έργο της[13]. Άρα η Δογματική δεν καλείται να κατασκευάσει με λογικό τρόπο τα δόγματα όπως οι φιλόσοφοι, αλλά ασχολείται με την έρευνα της αποκεκαλυμμένης ήδη αλήθειας, με την έκθεσή της, με την εξήγηση, διασάφηση και εμβάθυνση σε αυτή, αλλά και με την διάκρισή της από κάθε πλάνη και ίσως την υπεράσπισή της "κατά πάσης ενστάσεως"[14][15]. Αυτή είναι και η λεγόμενη αναλυτική μέθοδος με την οποία εργάζεται η Δογματική[16]. Από την άλλη, με την συνθετική μέθοδο, η επιστήμη της Δογματικής προχωρά από το επί μέρους προς το γενικό και εργαζομένη συνθετικά, βασίζεται σε όλα τα μνημεία της Αποκαλύψεως για να εκθέσει μια γενική, καθολική εικόνα της κάθε μίας χριστιανικής διδασκαλίας[17], πάντα εργαζόμενη ιστορικά, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι η Εκκλησία της Παραδόσεως[18].
Στο αντικείμενο της Δογματικής, είναι δυνατόν να έχουν θέση και τα Θεολογούμενα (γνώμες ενός ή περισσοτέρων Πατέρων κατά των οποίων δεν υπάρχουν τοποθετήσεις της Εκκλησίας) ή οι Θεολογικές γνώμες (ιδιωτικές απόψεις θεολόγων οι οποίες δεν αντιφάσκουν ως προς τα δόγματα της Εκκλησίας, υπολείπονται όμως των Πατερικών Θεολογουμένων), αυτά όμως θα πρέπει να διακρίνονται σαφώς από τα δόγματα[19].
Ο θεμελιώδης ρόλος της δογματικής, την υποχρεώνει να διατηρεί στενή σχέση με τους υπόλοιπους τομείς της Θεολογίας: η Χριστιανική Ηθική αντλεί το περιεχόμενό της από την Δογματική ώστε η ζωή του πιστού να εναρμονίζεται προς τα δόγματα της Εκκλησίας, η Απολογητική για να υπερασπιστεί τα δόγματα χρειάζεται βαθιά γνώση της Δογματικής, το ίδιο και η Συμβολική, ως μία "Συγκριτική Δογματική" των διαφόρων Χριστιανικών Ομολογιών, επίσης η Δογματική αντλεί από τα πορίσματα της Ερμηνευτικής της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, ο Ιστορικός κλάδος της Θεολογίας συνδέεται με την Δογματική μέσα από την έκθεση της ιστορίας της Εκκλησίας, της ιστοριάς και Θεολογίας των Οικουμενικών Συνόδων και της Θεολογίας των Πατέρων, ενώ και η Λειτουργική, η Κατηχητική, η Ομιλητική, η Ποιμαντική, η Εξομολογητική και το Κανονικό Δίκαιο, αντλούν σε μεγάλο βαθμό το περιεχόμενό τους από τη Δογματική[20].
Σύμφωνα με τον Ιωάννη Καρμίρη[21], η μακρά ιστορία της Δογματικής μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους: α) την αρχαία ή πατερική, μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) και το Φώτειο σχίσμα με τη Δυτική Εκκλησία (867), β) την Βυζαντινή και Μεσαιωνική, μέχρι την Άλωση της Κων/πόλεως και την εμφάνιση του κινήματος του Λούθηρου στη Δύση (1517), και γ) την νεώτερη, μέχρι σήμερα.
Είναι η χρονική περίοδος μέχρι την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787) και το Φώτειο σχίσμα με τη Δυτική Εκκλησία (867). Κατά την περίοδο αυτή λαμβάνει χώρα ο δογματικός καθορισμός του Τριαδικού και του Χριστολογικού και των συναφών δογμάτων μέχρι την τιμή των εικόνων, από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Από πολύ νωρίς αρχίζει η επεξεργασία των δογμάτων μέσα από τα ποικίλα συγγράμματα απολογητικού ή πολεμικού χαρακτήρα των εκκλησιαστικών Πατέρων και συγγραφέων. Εμφανίζονται τα πρώτα δογματικά συστήματα για τη διασάφηση και υπεράσπιση Ορθοδόξων Δογμάτων με πρώτο τον Ωριγένη (3ος αι.) και το έργο του "Περί άρχων" (PG 11, 115-414) στο οποίο περιλαμβάνονται και γνωστές αστοχίες του μεγάλου Θεολόγου. Το δεύτερο αξιόλογο δογματικού περιεχομένου έργο είναι το "Λόγος κατηχητικός ο μέγας" (PG 45,9-106) του Γρηγορίου Νύσσης (4ος αι.). Πληρέστερο αυτών, ήταν το έργο του Θεοδώρητου Κύρου (5ος αι.) "Θείων δογμάτων επιτομή" (PG 83,439-556) και αρτιότερο όλων, η "Έκδοσις ακριβής της Ορθοδόξου πίστεως" (PG 94,789-1228) του Ιωάννη Δαμασκηνού (8ος αι.), κλασικό δογματικό έργο της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εκτός όμως αυτών, δεν θα πρέπει να υποτιμούνται και πλήθος άλλων έργων της πρώτης περιόδου τα οποία ανήκουν στον Ιουστίνο (2ος αι.) ("Διάλογος προς Τρύφωνα"), στον Ειρηναίο (2ος αι.) ("Έλεγχος και ανατροπή της ψευδωνύμου γνώσεως" και "Εις επίδειξιν του αποστολικού κηρύγματος"), στον Κλήμη Αλεξανδρείας (3ος αι.) (η τριλογία "Λόγος προτρεπτικός", "Παιδαγωγός" και "Στρωματείς"), στον Γρηγόριο Νεοκαισαρείας (3ος αι.) ("Έκθεσις πίστεως"). Αργότερα, τον 4ο αιώνα, με αφρομή τον Αρειανισμό και άλλες αιρέσεις έγραψαν ο Μ. Αθανάσιος, ο Μ. Βασίλειος, ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο Κύριλλος Ιεροσολύμων και ο Επιφάνιος. Στους επόμενους αιώνες, σημαντικά δογματικά έργα συνέγραψαν οι Λεόντιος Βυζάντιος (6ος αι.) και Μάξιμος Ομολογητής (7ος αι.).
Είναι η χρονική περίοδος μέχρι την Άλωση της Κων/πόλεως και την εμφάνιση του κινήματος του Λούθηρου στη Δύση (1517). Από τον 9ο αιώνα, οπότε και σταμάτησε ο δογματικός καθορισμός μέσω των Οικουμενικών Συνόδων, η Ορθόδοξη Δογματική περιορίσθηκε στην επεξεργασία των παραδεδομένων και στην καταπολέμηση των λατινικών καινοτομιών, καθώς στη Δύση άκμαζε η Σχολαστική θεολογία, η οποία ανέπτυξε νέα δόγματα, όπως αυτά που αφορούν τα Ιερά Μυστήρια καθώς και τα περί απολυτρώσεως, αφέσεων και παπικής εξουσίας. Τον 12ο αιώνα ο Ευθύμιος Ζιγαβηνός έγραψε την "Πανοπλία δογματική", ενώ ο Νικήτας Ακομινάτος ή Χωνιάτης συνέγραψε το έργο "Θησαυρός Ορθοδοξίας". Παράλληλα γράφτηκαν και άλλα δογματικοπολεμικά έργα, κυρίως κατά των Λατίνων, όπως του πατριάρχη Φώτιου (9ος αι.) Περί της του Αγίου Πνεύματος μυσταγωγίας", του αυτοκράτορα Θεοδώρου Β΄ Λάσκαρι (13ος αι.) "Χριστιανικής Θεολογίας λόγοι οκτώ", του Γρηγορίου Παλαμά (14ος αι.) τα περί Ησυχασμού και κατά των Λατίνων, αλλά και του αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, του Νείλου Καβάσιλα, του Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, του Συμεών Θεσσαλονίκης (15ος αι.) ("Έκθεσις ορθοδόξου πίστεως" και "Περί τελετών και μυστηρίων"), του Ιωσήφ Βρυέννιου, του Μάρκου Ευγενικού και του Γεννάδιου Σχολάριου.
Είναι η χρονική περίοδος που φτάνει έως τις μέρες μας. Στα χρόνια μετά την Άλωση, οπωσδήποτε σημειώθηκε μια κατάπτωση της θεολογικής παιδείας στην Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, αλλά και πάλι δεν σταμάτησαν να υπάρχουν αξιόλογοι δογματολόγοι. Κατά την τρίτη αυτή περίοδο της ιστορίας της δογματικής, ο Προτεσταντισμός, εξελίχθηκε ραγδαία, αλλά και ο Ρωμαιοκαθολικισμός, θέσπισε τα νέα του δόγματα. Έτσι, η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγκάστηκε να διεξάγει σκληρό θεολογικό αγώνα με τους ετερόθρησκους, μέσω αλεπάλληλων τοπικών Συνόδων και ποικίλων άλλων εκκλησιαστικών διακηρύξεων, πράξεων και ομολογιών, ιδιαίτερα έναντι του Προτεσταντισμού, γεγονός το οποίο έδωσε ώθηση στη δογματική θεολογία. Ποικίλα δογματικά έργα έγραψαν οι επόμενοι ορθόδοξοι θεολόγοι: Παχώμιος Ρουσάνος, Μανουήλ Κορίνθιος, Ιερεμίας Β΄ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (16ος αι.), Μελέτιος Πηγάς, Μάξιμος Μαργούνιος, Γαβριήλ Σεβήρος, Μάξιμος Πελοποννήσιος, Μητροφάνης Κριτόπουλος, Μελέτιος Συρίγος, Πατριάρχης Ιεροσολύμων Νεκτάριος (17ος αι.), Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δοσίθεος, Σεβαστός Κυμινίτης (18ος αι.), Ευγένιος Βούλγαρις, Αθανάσιος Πάριος (19ος αι.). Νεώτερα έργα δογματικής θεολογίας που αξίζουν να αναφερθούν είναι αυτά των Χ. Ανδρούτσου ("Δογματική της Ορθοδόξου Ανατολικής Εκκλησίας", 1907), Ιω. Καρμίρη ("Τα Δογματικά και Συμβολικά Μνημεία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", τόμ. Α΄ & Β΄, 1952-1953), Π. Τρεμπέλα ("Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", τόμ. Α΄- Γ΄, 1959-1961), Ιωάννη Ρωμανίδη ("Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας", 1973), Νικόλαου Ματσούκα ("Δογματική και Συμβολική Θεολογία", τόμ. Α΄- Δ΄, 1985-1999).
Η Πατρολογία είναι κλάδος της Θεολογίας, ο οποίος ασχολείται με την μελέτη των έργων και της διδασκαλίας των πατέρων της Εκκλησίας και των εκκλησιαστικών συγγραφέων γενικότερα, από την ίδρυση της Εκκλησίας μέχρι και την ολοκλήρωση της βυζαντινής περιόδου και καλύπτει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και την λατινική γραμματεία (συνήθως των πρώτων αιώνων). Ειδικότερα, η πατρολογία, εκτός από το περιεχόμενο της διδασκαλίας των πατέρων, εξετάζει και τη γνησιότητα ή μη των έργων τους, τις επιδράσεις που δέχτηκαν καθώς και τις πηγές που χρησιμοποίησαν.
Η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν γενικά η ελληνική έως τα τέλη του 2ου αι. Ύστερα στη Δύση προτιμήθηκε η λατινική, αλλά και στην Ανατολή, εκτός από την ελληνική, υπήρξαν και μερικοί Πατέρες που έγραψαν στη συριακή, όπως ο Εφραίμ ο Σύρος, ή σε άλλες ανατολικές γλώσσες.
Οι ρωμαιοκαθολικοί πατρολόγοι δέχονται ότι, για να χαρακτηριστεί κάποιος "Πατήρ της Εκκλησίας" πρέπει να έχει τα εξής τέσσερα διακριτικά γνωρίσματα:
Η θεολογική αυτή θεώρηση, που με το γνώρισμα της αρχαιότητας περιορίζει τους Πατέρες της Εκκλησίας στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, δεν είναι αποδεκτή από την ορθόδοξη εκκλησιολογία. Η Εκκλησία είναι ο ιστορικός χώρος όπου εκδηλώνεται συνεχώς η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος και συνεχώς αναδεικνύει Πατέρες. Γι' αυτό η ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει πλήθος Πατέρων και μετά τον Ιωάννη Δαμασκηνό, όπως τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Φώτιο, το Συμεών το νέο Θεολόγο, το Γρηγόριο Παλαμά, το Νικόδημο τον Αγιορείτη και πολλούς άλλους. Η Ορθοδοξία ποτέ δε θεώρησε στατικά τους Πατέρες της Εκκλησίας ούτε τους περιόρισε σε χρονικά όρια ή συνέδεσε την αναγνώρισή τους με εξωτερικά κριτήρια, όπως είναι η αρχαιότητα.
Πάντως, σε κάθε περίπτωση, εξέχουσες προσωπικότητες και για τις δύο εκκλησίες, θεωρούνται ο Μέγας Αθανάσιος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Μέγας Βασίλειος, ο Ιωάννης Χρυσόστομος, ο Κύριλλος Αλεξανδρείας στην ανατολή, και οι Ιερώνυμος, Αμβρόσιος και Αυγουστίνος, στη Δύση. Στους τελευταίους σημαντικούς Πατέρες ανήκουν οι Μέγας Γρηγόριος για τη Δυτική Εκκλησία και οι Ιωάννης Δαμασκηνός και Ιερός Φώτιος για την Ανατολική.
Μία σημαντική διάκριση που πρέπει να απασχολεί την σύγχρονη θεολογική έρευνα, είναι αυτή ανάμεσα στους πολλούς αγίους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς και στους μεγάλους πατέρες-διδασκάλους της εκκλησιαστικής ιστορίας. Ο διαχωρισμός αυτός δεν σκοπεύει στην υποτίμηση των σπουδαίων εκείνων προσώπων της Εκκλησίας, που με την ποιμαντική τους φροντίδα (Αγ. Σπυρίδων) ή τον ασκητικό τους αγώνα (Μ. Αντώνιος) αγίασαν κι έγιναν φωτεινά παραδείγματα. Ούτε στην παραγνώριση των σημαντικών εκκλησιαστικών συγγραφέων που θεολόγησαν και έγραψαν τα πολύτιμα έργα τους. Οι άγιοι και οι συγγραφείς γενικά της Εκκλησίας ασφαλώς και δεν είναι κατ' ανάγκην λιγώτερο άγιοι ή λιγώτερο ορθόδοξοι από τους Πατέρες-Διδασκάλους, η ορθή όμως προσέγγιση του θέματος αυτού, επιβάλλει να παρατηρήσουμε ότι τα χαρίσματά τους αυτά δεν δόθηκαν για να γίνουν θεολογία χάριν της όλης Εκκλησίας, όταν αυτή περνούσε κρίση ή δοκίμαζε αμφιβολία σχετικά με την πίστη και τη σωτηρία.
Γενικά, θα λέγαμε ότι, οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς και πατέρες της εκκλησίας, έγραψαν τα έργα τους κάτω από τις εξής κυρίως αφορμές και ανάγκες:
Με την τελευταία αυτή αφορμή της φανερώσεως της αλήθειας, γίνεται αναφορά στην επίπονη προσπάθεια των συγγραφέων της Εκκλησίας να αντικρούσουν ύποπτες κι εσφαλμένες γνώμες και αντιλήψεις, διατυπωμένες από μέλη πάλι της Εκκλησίας. Οι αντιλήψεις αυτές αποτελούσαν μικρό ή μεγάλο εμπόδιο στην πνευματική προκοπή των πιστών, κι έθεταν σε κίνδυνο τη σωτηρία τους, αφού εξέφραζαν όχι την πραγματική αλήθεια, αλλά μια φανταστική κι ανύπαρκτη αλήθεια. Όπου κάποια μέλη της Εκκλησίας απέτυχαν και χαρακτηρίστηκαν κακόδοξοι κι αιρετικοί, πέτυχαν άλλα, που εργάσθηκαν με ακρίβεια μεγαλύτερη, ήταν γνησιώτεροι φορείς της Παραδόσεως και, σύμφωνα με την πεποίθηση της εκκλησίας, φωτίσθηκαν από το Άγιο Πνεύμα ώστε να γίνουν Πατέρες-Διδάσκαλοι. Έτσι, Πατήρ και Διδάσκαλος της Εκκλησίας είναι ο φορέας της Παραδόσεως και του ήθους της Εκκλησίας, που με αφορμή μία μεγάλη θεολογική κρίση φωτίζεται και εκφράζει θεολογικά μια ευρύτερη εμπειρία της αλήθειας, με αποτέλεσμα να συμβάλει αποφασιστικά στην αντιμετώπιση μιας κρίσεως, που αφορά στη σωτηρία.
Τα πολυάριθμα έργα των εκκλησιαστικών συγγραφέων και πατέρων που αναφέρονται σε θέματα όπως κατήχηση, κήρυγμα, δοξολογία, διήγηση θείων εμπειριών και θεοπτικών καταστάσεων, απαιτούν πολλά προσόντα, μεγάλη θεολογική κατάρτιση, βίωση και γνώση της Παραδόσεως της Εκκλησίας, ικανότητα και άσκηση στην ερμηνεία της Γραφής, ευρεία γνώση του πνευματικού και φιλοσοφικού κόσμου της εποχής τους. Όλα αυτά τα έργα προέρχονται από αξιόλογους πατέρες και εκκλησιαστικούς συγγραφείς της Εκκλησίας που όμως δεν είναι Πατέρες-Διδάσκαλοι καθώς δεν παρουσιάζεται στο έργο τους αυτή η ιδιαιτερότητα διασάφησης της αληθείας με τρόπο ευρύτερο και βαθύτερο απ' όσο είχαν επιτύχει μέχρι τότε τα ιερά πρόσωπα της Παραδόσεως, που προηγούνταν αυτών, για τους οποίους η Εκκλησία έχει εκφράσει συνοδικά τη βεβαιότητά της για τη θεία φώτισή τους επάνω στο θεολογικό τους έργο, βεβαιότητα που δεν αντιπροσωπεύεται από προσωπικές γνώμες, αλλά από κυρωμένο φρόνημα της Εκκλησίας.
Δύο διαπιστώσεις μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτές μέσα από την μελέτη της εκκλησιαστικής ιστορίας:
Οι διδασκαλίες που υιοθετήθηκαν, επειδή θεωρήθηκαν σύμφωνες και ομόλογες προς τη Γραφή, δείχνουν την πεποίθηση της εκκλησίας για μια γνήσια φανέρωση της θείας αλήθειας. Οι διδασκαλίες αυτές κυρώθηκαν από οικουμενικές Συνόδους κι έγιναν Παράδοση της Εκκλησίας. Αντίθετα, το γεγονός του σφάλματος των Πατέρων φαίνεται από το ότι διδασκαλίες τους δεν υιοθετήθηκαν από την Εκκλησία, λησμονήθηκαν, παραμερίσθηκαν, απορρίφθηκαν. Παράδειγμα αποτελούν οι απόψεις περί της των πάντων αποκαταστάσεως που είπε ο Γρηγόριος Νύσσης ή περί κοινών και ακοινωνήτων του Ιερού Αυγουστίνου. Από το σφάλμα του Πατρός δεν ξενίζεται η Εκκλησία και δεν περιφρονεί αυτόν που πλανήθηκε, διότι γνωρίζει καλά πως κάποια πλάνη του, δεν μειώνει την μεγάλη προσφορά του. Όπως επισημαίνει ο ιερός Φώτιος, δεν υπήρξε ποτέ πλάνη επάνω σε προβλήματα καίρια μιας εποχής, που προκαλούσαν κρίση και οι πιστοί των χρόνων εκείνων συνέδεαν τις απαντήσεις με τη σωτηρία τους. Αντίθετα, η πλάνη παρουσιάστηκε σε περιόδους όπου δεν ζητήθηκε η γνώμη των πατέρων επάνω σε κάποιο σημαντικό για την πορεία της εκκλησίας και την σωτηρία, ζήτημα[1].
Με τον όρο Μυστήρια αναφερόμαστε γενικά στις θεοσύστατες τελετές της Ορθόδοξης Εκκλησίας που είναι απαραίτητες για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Τό μέν Βάπτισμα ἐλευθερώνει τόν ἄνθρωπο ἀπό τά δεσμά τοῦ διαβόλου καί τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, στή μεγάλη δηλαδή οἰκογένεια τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, τό δέ Χρῖσμα παρέχει σ’ αὐτόν τή Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Ὁ Γάμος, «Μυστήριον μέγα» κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο, ἑνώνει μέ δεσμό ἄρρηκτο δύο νέους ἀνθρώπους ἀνθρώπους, ἄνδρα και γυναῖκα.